xromata.com


Συνεντευξη με τα χρωματα [ριζ’]: Το πρασινο ανα τους αιωνες

 

Η «Συνέντευξη με τα χρώματα» είναι μια προσπάθεια τακτοποίησης των όσων έχουν ειπωθεί (και θα ειπωθούν) για τα χρώματα, σε μια σειρά, ας πούμε, εύπεπτης διδακτικής ύλης, για όλους όσοι θέλετε να «μάθετε» τα χρώματα και τον κόσμο τους.

Η σειρά έχει την μορφή μιας υποτιθέμενης, διδακτικής, συνέντευξης των χρωμάτων προς τον άνθρωπο.

 

 

 

 

Συνέντευξη με τα χρώματα

[ριζ΄]

 

Το Πράσινο ανά τους αιώνες

[η΄]

 

 

-Λοιπόν Άνθρωπε, μόλις προ ολίγου σου έλεγα πως στα χαραγμένα μεσαιωνικά οικόσημα που δεν επιδέχονταν χρωματισμού, το πράσινο συμβολιζόταν με πλάγιες γραμμές που κατέρχονταν από τα αριστερά προς τα δεξιά, ενώ κατά την παραδοσιακή μεσαιωνική αλχημεία, ήταν το χρώμα του χαλκού, του σμαραγδιού, της Αφροδίτης και των ζωδίων του Ζυγού και του Ταύρου.

Με άλλα λόγια, αναφέρθηκα στην μεσαιωνική εραλδική γραφή και στην μεσαιωνική αλχημεία, δηλαδή το πράσινο στον Μεσαίωνα.

Όμως, πριν δούμε το πράσινο γενικότερα στον Μεσαίωνα, νομίζω πως είναι καλύτερα να αναφερθούμε σε εμένα, το Πράσινο χρώμα, ανά τους αιώνες, ξεκινώντας από την προϊστορική περίοδο.

Οι νεολιθικές σπηλαιογραφίες δεν έχουν ίχνη πράσινων χρωστικών, αλλά οι νεολιθικοί λαοί, τουλάχιστον στην βόρεια Ευρώπη έφτιαχναν μια πράσινη βαφή για υφάσματα φτιαγμένη από φύλλα σημύδας.

Ήταν πολύ κακής ποιότητας βαφή, περισσότερο προς το καφετί παρά στο πράσινο. Αργότερα, στις αρχές της ιστορικής περιόδου, κεραμικά από την αρχαία Μεσοποταμία δείχνουν ανθρώπους να φορούν ζωηρές πράσινες στολές, αλλά δεν είναι γνωστό πώς παράγονταν τα πράσινα χρώματα.

Στην Αρχαία Αίγυπτο, το πράσινο ήταν το σύμβολο της αναγέννησης και της επανεμφάνισης των καλλιεργειών μετά από την ετήσια πλημμύρα του Νείλου.

Για ζωγραφική στους τοίχους τάφων ή σε πάπυρους, οι Αιγύπτιοι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν λεπτοαλεσμένο μαλαχίτη, που εξορυσσόταν στο δυτικό Σινά και στην ανατολική έρημο.

Ένα κουτί βαφής με χρωστική ουσία μαλαχίτη βρέθηκε μέσα στον τάφο του βασιλιά Τουταγχαμών.

Χρησιμοποιούσαν επίσης φθηνότερες χρωστικές πράσινης γης, ή ανάμεικτα κίτρινη ώχρα και μπλε αζουρίτη. Για να βάψουν τα υφάσματα πράσινα, τα έβαφαν πρώτα κίτρινα με βαφή από σαφράν και μετά τα μούλιαζαν με μπλε βαφή από τις ρίζες του φυτού ίσατις η βαφική (ή λουλάκι) από το οποίο μετά από ζύμωση έβγαινε γαλάζια χρωστική.  

Για τους αρχαίους Αιγύπτιους, το πράσινο είχε πολύ θετικές συσχετίσεις.

Το ιερογλυφικό για το πράσινο ήταν ένα αναπτυσσόμενο βλαστάρι παπύρου, δείχνοντας τη στενή σύνδεση μεταξύ πράσινου, βλάστησης, σθένους και ανάπτυξης. Στις τοιχογραφίες, ο άρχοντας του κάτω κόσμου, ο θεός Όσιρις, απεικονιζόταν χαρακτηριστικά με πράσινο πρόσωπο, επειδή το πράσινο ήταν το σύμβολο της καλής υγείας και της αναγέννησης.

Παλέτες πράσινου μακιγιάζ προσώπου, φτιαγμένες με μαλαχίτη, βρέθηκαν σε τάφους. Με αυτό μακιγιαριζόντουσαν τόσο οι ζωντανοί όσο και οι νεκροί, ιδιαίτερα γύρω από τα μάτια, για να τους προστατεύει από το κακό.

Οι τάφοι περιείχαν επίσης συχνά μικρά πράσινα φυλαχτά σε σχήμα σκαραβαίων από μαλαχίτη, που προστάτευαν και έδιναν σθένος στον νεκρό.

Συμβόλιζε επίσης τη θάλασσα, η οποία ονομαζόταν "Πολύ Πράσινη"

Στην αρχαία Ελλάδα μια προσπάθεια διαχωρισμού του πράσινου από τα άλλα χρώματα γινόταν με την αναφορά του ως ‘χλωρόν’, χωρίς να εννοείται αυτό καθ’ αυτό το πράσινο χρώμα.

Αρχίζει να αναφέρεται και αναγράφεται ως ‘πράσινον’ (από το πράσο και την πρασιά} από την εποχή του Αριστοτέλη και μετέπειτα.

Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι το πράσινο βρισκόταν στη μέση, μεταξύ του μαύρου, που συμβόλιζε τη γη, και του λευκού, που συμβόλιζε το νερό.

Ωστόσο, το πράσινο δεν συγκαταλεγόταν στα τέσσερα κλασικά χρώματα της ελληνικής ζωγραφικής – κόκκινο, κίτρινο, μαύρο και άσπρο – και σπάνια συναντάται στην ελληνική τέχνη.

Οι Ρωμαίοι είχαν μεγαλύτερη εκτίμηση για το πράσινο χρώμα. ήταν το χρώμα της θεάς Venus (Αφροδίτης), της θεάς των κήπων, των λαχανικών και των αμπελιών.

Οι Ρωμαίοι έφτιαξαν μια λεπτή πράσινη γήινη χρωστική ουσία που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στις τοιχογραφίες της Πομπηίας, του Herculaneum, της Λυών και άλλων ρωμαϊκών πόλεων.

Χρησιμοπούσαν επίσης την χρωστική ουσία verdigris, που φτιαχνόταν με εμποτισμό χάλκινων πλακών στην ζύμωση του κρασιού.

Μέχρι τον δεύτερο αιώνα μ.Χ., οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν το πράσινο σε πίνακες, μωσαϊκά και γυαλί, και υπήρχαν δέκα διαφορετικές λέξεις στα λατινικά για τις διαφορετικές ποικιλίες πράσινου χρώματος.

Στο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, το χρώμα των ενδυμάτων έδειχνε την κοινωνική τάξη και το επάγγελμα ενός ατόμου.

Τα κόκκινα μπορούσαν να φορεθούν μόνο από τους άρχοντες, τα καφέ και τα γκρι από τους αγρότες, ενώ πράσινα φορούσαν οι έμποροι, οι τραπεζίτες, οι ευγενείς και οι οικογένειές τους.

Η Μόνα Λίζα φοράει πράσινα στο πορτρέτο της, όπως και η νύφη στο πορτρέτο Arnolfini του Jan van Eyck.

Γενικότερα πράσινο ήταν το χρώμα των νυφικών.

Δεν υπήρχαν σταθερές φυτικές πράσινες βαφές που να αντιστέκονταν στο πλύσιμο και στο ηλιακό φως για όσους ήθελαν ή έπρεπε να φορούν πράσινο.

Οι πράσινες βαφές φτιάχνονταν από τη φτέρη, τον πλάτανο, το ιπποφαές, τον χυμό τσουκνίδας και το πράσο, το φυτό digitalis, τα σπάρτα, τα φύλλα και τον φλοιό της σκλήθρας, αλλά γρήγορα ξεθώριαζαν ή άλλαζαν χρώμα.

Μόνο τον 16ο αιώνα παρήχθη μια καλή πράσινη βαφή, βάφοντας πρώτα το ύφασμα μπλε με ίσατις (λουλάκι / ίντιγκο), και στη συνέχεια με κίτρινο φυτικό χρώμα.

Οι χρωστικές βαφές που ήταν διαθέσιμες στους ζωγράφους ήταν ποικίλες.

Οι μοναχοί στα μοναστήρια χρησιμοποιούσαν βερντιγκρί , φτιαγμένο με μούλιασμα χαλκού σε κρασί ζύμωσης, για να χρωματίσουν μεσαιωνικά χειρόγραφα. Χρησιμοποιούσαν επίσης λεπτοαλεσμένο μαλαχίτη, ο οποίος έδινε ένα φωτεινό πράσινο.

Χρησιμοποιούσαν δε πράσινα γήινα χρώματα για το φόντο.

Κατά τη διάρκεια της πρώιμης Αναγέννησης, ζωγράφοι όπως ο Duccio di Buoninsegna έμαθαν να ζωγραφίζουν τα πρόσωπα πρώτα με ένα πράσινο υπόστρωμα και μετά με ροζ, που έδινε στα πρόσωπα μια πιο ρεαλιστική απόχρωση.

Με τους αιώνες όμως το ροζ ξεθώριαζε, κάνοντας μερικά από τα πρόσωπα στους πίνακες να φαίνονται πράσινα.

Ο 18ος και 19ος αιώνας έφεραν την ανακάλυψη και παραγωγή συνθετικών πράσινων χρωστικών ουσιών, οι οποίες αντικατέστησαν γρήγορα τις προηγούμενες ορυκτές και φυτικές χρωστικές βαφές. Αυτές οι νέες βαφές ήταν πιο σταθερές και λαμπερές από τις φυτικές βαφές, αλλά μερικές περιείχαν υψηλά επίπεδα αρσενικού και τελικά απαγορεύτηκαν.

Τον 18ο και 19ο αιώνα, το πράσινο συνδέθηκε με το ρομαντικό κίνημα στη λογοτεχνία και την τέχνη.

Ο Γερμανός ποιητής και φιλόσοφος Γκαίτε δήλωσε ότι το πράσινο ήταν το πιο ξεκούραστο χρώμα, κατάλληλο για τη διακόσμηση των κρεβατοκάμαρων.

Ζωγράφοι όπως ο John Constable και ο Jean-Baptiste-Camille Corot απεικόνισαν το καταπράσινο των αγροτικών τοπίων και των δασών.

Το πράσινο αντιπαρατέθηκε στην γκρίζα καπνιά και την μαυρίλα της Βιομηχανικής Επανάστασης.

Το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα είδε τη χρήση του πράσινου στην τέχνη για τη δημιουργία συγκεκριμένων συναισθημάτων, όχι απλώς για τη μίμηση της φύσης.

Τα τέλη του 19ου αιώνα έφεραν επίσης τη συστηματική μελέτη της θεωρίας των χρωμάτων, και ιδιαίτερα τη μελέτη του τρόπου με τον οποίο συμπληρωματικά χρώματα όπως το κόκκινο και το πράσινο ενίσχυαν το ένα το άλλο όταν ετοποθε τούντο το ένα δίπλα στο άλλο.

Αυτές οι σπουδές ακολουθήθηκαν μανιωδώς από καλλιτέχνες όπως ο Vincent van Gogh. Περιγράφοντας τον πίνακα του, The Night Cafe, στον αδερφό του Theo το 1888, ο Van Gogh έγραψε: "Προσπάθησα να εκφράσω με κόκκινο και πράσινο τα τρομερά ανθρώπινα πάθη.

Το πράσινο στον 20ο αιώνα και ύστερα, μετά το 1980, έγινε πολιτικό σύμβολο, όπως το χρώμα του Κόμματος των Πρασίνων στη Γερμανία και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Συμβόλιζε το περιβαλλοντικό κίνημα, αλλά και μια νέα πολιτική της αριστεράς που απέρριψε τον παραδοσιακό σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.

 


is | Topic: βαφές, Μύθοι και χρώματα, Πράσινο, Συνέντευξη με τα χρώματα | Tags: None

No Comments, Comment or Ping

Reply to “Συνεντευξη με τα χρωματα [ριζ’]: Το πρασινο ανα τους αιωνες”