≡ παρ. 4
105
Βγαίνω έξω από το καλύβι… Μπρρ! Κάνει ψοφόκρυο.. Τα πάντα είναι χιονισμένα, κάτασπρα! Όμως, κάτι δεν μου πάει καλά.. Ωχ! Πονάω, ο αγκώνας μου.. το σημείο που χτύπησα όταν με έριξε κάτω η γουρουνοκαρότσα. Το ίδιο και το πόδι μου, το κεφάλι μου.. Δεν μπορεί να πέρασε τόσος καιρός και να πονάω ακόμα! Κάτι περίεργο συμβαίνει εδώ.
Ένα σπιτάκι απέναντι, μια πορτούλα στα ριζά του δέντρου. Για να πάω προς τα εκεί!
106
Διστάζω να χτυπήσω την πόρτα! Φοβάμαι το άγνωστο που κρύβει πίσω της.. όμως.. ο φόβος είναι ανασταλτικός παράγοντας. Λειτουργεί σαν χειρόφρενο. Μπορεί να σε προστατέψει, αλλά σταματάει την πορεία σου. Παίρνω θάρρος, εξ άλλου εδώ που βρέθηκα τι έχω να χάσω, τι να φοβηθώ; Ό,τι και να γίνει κερδισμένος θα βγω.. κάπου αλλού θα οδηγηθώ! Η πόρτα ανοίγει. Ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία.. μια μεγάλη κουκουβάγια.. ένα περίεργο ανθρωπάκι με κοιτά βλοσυρά. «Χε! Χε!» μου κάνει..
107
«Χε, χε» μου ξανακάνει το ανθρωπάκι!
Δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω αν αυτό το «χε, χε» είναι χαιρέκακο, θριαμβευτικό, καλωσόρισμα, συμπαθητικό, συνωμοτικό… Ο τόνος του δεν είναι ξεκάθαρος και ο γέροντας έχει βλοσυρό βλέμμα, αλλά χαμογελαστά χείλη. «Τι θέλεις να ρωτήσεις; Όποιος έρχεται εδώ, βλέπει τόσα βιβλία, το πουλί της γνώσης.. αμέσως επιθυμεί κάτι να ρωτήσει. Πόσο μάλλον εσύ που η γλώσσα του σώματός σου, τα χαρακτηριστικά σου, δηλώνουν πως ήλθες για να ρωτήσεις κάτι. Ξέρω, ξέρω, θες να μάθεις τι έγινε!» «Ναι!» του λέω «και πόσο καιρό είμαι εδώ!»
108
«Θα σου απαντήσω μόλις επιστρέψω! Έχω μια βιαστική δουλειά τώρα» μου λέει. Καβαλάει ένα λαγό και φεύγει. «Θα τα πούμε το φθινόπωρο! Μη φύγεις, περίμενέ με!» μου φωνάζει καθώς εξαφανίζεται στον χιονισμένο ορίζοντα.
«Το φθινόπωρο; Δεν είμαστε καλά! Θα περιμένω τόσο καιρό;» φωνάζω αγανακτισμένος, αλλά αμφι- βάλλω αν με άκουσε.
109
«Είναι πολυάσχολος, απρόβλεπτος, κουκου βάου» μου κάνει η κουκουβάγια του που έγινε άσπρη από το χιόνι. «Εσύ!» της φωνάζω. «Όχι, δεν είμαι η νεραϊδοκουκουβάγια που νομίζεις. Είμαι ένας απλός γκιώνης», μου λέει «αλλά καλά θα κάνεις να κρυφτείς.. για το καλό σου. Γρήγορα, κρύψου! Έρχεται!».
Χωρίς πολλά γιατί και πως, κουτρουβαλώντας κρύφτηκα ανάμεσα στα χιονισμένα ξερόκλαδα ενός θάμνου.
110
Πέρασε από μπροστά μου. Δεν με είδε. Στο πέρασμά της η παγωνιά γίνεται εντονότερη. Τα πλάσματα του δάσους κρύβονται ή στριμώχνονται ακίνητα σε κορμούς και κλαδιά δέντρων.
Μου φάνηκε πως έριξε μια λοξή ματιά προς το μέρος μου. Γοητεύτηκα μόνο με την ιδέα. Με σαγηνεύει… θέλω να την ακολουθήσω… βγαίνω από την κρυψώνα μου.. «Εε! Πού πας;» ακούω μια φωνούλα δίπλα μου. «Καλά κάθεσαι εκεί που είσαι. Μπελάδες θέλεις;»
111
«Σε σαγήνευσε, κι’ ας ήσουν κρυμμένος, μόνο με μια φευγαλέα λοξή ματιά της! Σκέψου να σε κοίταγε κιόλας στα μάτια!» συνέχισε η φωνούλα, που ανήκε σ’ ένα σκιουράκο.
«Είσαι τυχερός που της αποσπά την προσοχή ένα άλλο αγόρι που έχει “κλέψει” πρόσφατα. Διαφορε- τικά… Άσε, μη συζητάς… στην καλύτερη περίπτω- ση θα σου “πάγωνε” την καρδιά και θα σε κρατούσε αιχμάλωτο στο βασίλειό της. Είναι η βασίλισσα του Χιονιού».
112
«Αν σ’ έπαιρνε μαζί της η βασίλισσα του Χιονιού, θα σ’ έκανε ό,τι ήθελε. Θα ήσουν μια μαριονέτα στα χέρια της» μου λέει το σκιουράκι. «Και τι μ’ αυτό; Μήπως δεν έχω καταντήσει μια μαριονέτα του μαγεμένου δάσους και με κάνει εκείνο ό,τι θέλει;» απαντώ. «Κάνεις μεγάλο λάθος. Υπάρχει διαφορά! Το δάσος σου έχει αφήσει τη σκέψη σου, τη θέλησή σου, νομίζεις πως σε κάνει ό,τι θέλει, στην ουσία κάνεις ό,τι θέλεις εσύ. Το δάσος απλώς σε γυμνάζει. Σε προετοιμάζει για να πας μπροστά. Να προχωρήσεις», μου λέει.
113
Κάνω ό,τι θέλω.. προσπαθώ.. Τι θέλω αλήθεια; Θέλω να γυρίσω πίσω, στην πραγματικό- τητα! Θέλω;
Έστω.. δεν μπορώ όμως να γυρίσω αν δεν φθάσω στην Δρακοχώρα, περνώντας το στοιχειωμένο Λαγκάδι, για να μάθω τι σημαίνει κόκκινο. Αφού το μάθω θα ξαναβρώ την Κοκκινοσκουφίτσα να το συζητήσω μαζί της ώστε στη συνέχεια να μπορέσω να επιστρέψω στον κόσμο μου, σπίτι μου! Αντ’ αυτού όμως βρίσκομαι εγκλωβισμένος σε ένα σημείο του μαγεμένου δάσους, στην καρδιά του χειμώνα… τι κάνουμε τώρα;
114
Βγαίνω έξω από προς σκέψεις μου και… άαα!.. δεν πιστεύω στα μάτια μου!
Ο χειμώνας υποχωρεί απότομα και παραχωρεί την θέση του στην άνοιξη. Τα χιόνια λιώνουν.. έλιωσαν.. νέα βλάστηση, λουλούδια εμφανίζονται παντού.. η αντάρα του χειμώνα μεταλλάχτηκε σε πάχνη που αραιώνει κι’ αυτή με τη σειρά προς. Ένας αυλός αντηχεί λίγο πιο πέρα. Τι γλυκιά μουσική! Ποιος παίζει άραγε; Πάω να δω…
115
Πλησιάζω στο σημείο που ακούγεται ο αυλός και τι βλέπω; Ένα τραγοπόδαρο Πάνα με τον αυλό στο χέρι, ένα λαγό και ένα ελαφάκι. Μόλις με αντιλαμβάνονται σκορπίζουν πηδώντας σε διαφο- ρετικά σημεία του δάσους. Ποιόν ν’ ακολουθήσω; Ο Πάνας σχεδόν εξαφανίστηκε, ο λαγός τρέχει χοροπηδώντας… θα τρέξω πίσω από το ελάφι.
116
Ίσα που προλαβαίνω το ελάφι όταν εμφανίζονται βασιλικοί κυνηγοί και το παίρνουν ξοπίσω. Εκείνο αρχίζει να τρέχει πολύ γρήγορα ενώ ακούγεται ένα πρόσταγμα: «Μη το σκοτώσετε! Αν χρειαστεί να το τραυματίσετε ελαφριά!»
Προσέχω ότι στο λαιμό του έχει περασμένη μια γαλάζια καλτσοδέτα. Ξαφνικά κάνει έναν απότομο ελιγμό και χάνεται από τα μάτια των διωκτών του. «Πάλι το χάσαμε!» ακούγεται απογοητευμένη η ίδια φωνή.
117
Βρίσκω το ελάφι να στέκεται κρυμμένο πίσω από τον κορμό ενός δέντρου, λες και με περίμενε. Προσέχω ότι τώρα έχει κέρατα! Είναι το ελάφι μου; Μα βέβαια, αυτό είναι! Έχει στον λαιμό του την ίδια γαλάζια καλτσοδέτα.. «Τι είσαι;» το ρωτώ. «Γιατί τα κέρατά σου αλλάζουν μορφή; Τι είναι αυτή η καλτσοδέτα που έχεις περασμένη στον λαιμό σου;»
«Είμαι ένα μαγεμένο ελάφι, ο Αδελφούλης!» μου απαντά. «Άκου την ιστορία μου».
118
«Η αδελφούλα μου κι εγώ είχαμε μια μητριά μάγισσα που μας βασάνιζε. Μια μέρα το σκάσαμε και κρυφτήκαμε στο δάσος για να γλιτώσουμε από αυτήν. Αυτή κάκιωσε τόσο πολύ που άρχισε να ψάχνει να μας βρει για να μας κάνει κακό.»
119
«Ένας κύκνος μας βοήθησε να περάσουμε στην απέναντι όχθη της λίμνης και να χωθούμε μέσα στο βάθος του Μαγεμένου Δάσους, ώστε να μην μπορεί να μας βρει εύκολα η μητριά μας η μάγισσα.»
120
«Εκεί συναντήσαμε την Καλή μας Μοίρα. Μας έδωσε ένα καλυβάκι να μένουμε και μας έμαθε να αλλάζουμε μορφή σε ελαφάκια ώστε αν μας βρει η μητριά μας η μάγισσα να μην μπορεί να μας βλάψει. Έμαθε ακόμα στην αδελφούλα μου να καταλαβαίνει την γλώσσα των πουλιών».
121
«Μια μέρα πέρασε από τα λημέρια προς ένας παράξενος μουσικάντης. Μεταμορφωθήκαμε σε ελάφια, όπως κάναμε πάντα όταν ερχόταν κάποιος άγνωστος στο δάσος. Μας σαγήνευσε με την ωραία μουσική του. Σειρά σας να μ’ ευχαριστήσετε κι’ εμένα μας είπε. Πάρτε την ανθρώπινη μορφή σας και χορέψτε για χάρη μου. Εμείς όμως κάναμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Τότε εκείνος θύμωσε και έφυγε».
122
«Αφού μείναμε μόνα μας διψάσαμε πολύ, πήγαμε σε μια λιμνούλα να πιούμε νερό. Καθώς σκύψαμε να ρουφήξουμε το νεράκι η αδελφούλα μου έβαλε τις φωνές! Μη, αδελφούλη μην πίνεις δεν κάνει… θα πάθεις κακό.. κράτα τη δίψα σου!»
123
«Μη πιείς νερό αδελφούλη, μου είπε η αδελφούλα. Τα πουλάκια μου λένε πως ο μουσικάντης που πέρασε ήταν η μητριά μας η μάγισσα κι αφού δεν μπόρεσε να μας βλάψει γιατί δεν πήραμε την ανθρώπινη μορφή μας, μάγεψε τα νερά για να μας κάνει κακό».
124
«Εγώ όμως δεν πρόλαβα να την ακούσω! Πριν τελειώσει την φράση της, είχα ήδη πιεί το μαγεμένο νερό και από τότε δεν μπόρεσα να ξαναπάρω την ανθρώπινη μορφή μου. Πέρασαν χρόνια και καιροί κι από τότε ζούμε στο σπιτάκι του δάσους. Η αδελφούλα μεγάλωσε, έγινε όμορφη κοπέλα. Εμένα μου πέρασε στο λαιμό την μια γαλάζια καλτσοδέτα της ώστε να απορούν οι κυνηγοί που τυχόν με συναντούν και να καταλαβαίνουν πως δεν είμαι ένα ελάφι σαν όλα τα άλλα».
125
«Μια μέρα πέρασε από το δάσος ο βασιλιάς, με είδε, η γαλάζια καλτσοδέτα στον λαιμό μου του κίνησε την περιέργεια και με ακολούθησε κρυφά, χωρίς να τον προσέξω», συνέχισε να μου διηγείται το ελαφάκι.
126
«Εγώ είχα γυρίσει κουρασμένο και κούρνιασα στα πόδια της αδελφούλας μου, όταν καταλάβαμε πως κάποιος μας παρακολουθούσε. Προλάβαμε και κρυφτήκαμε πριν μας πλησιάσει. Εκείνος όμως είδε την αδελφούλα και μαγεύτηκε από την ομορφιά της. Από τότε έβαλε σκοπό να την βρει και συχνά στέλνει τους κυνηγούς του να με κυνηγήσουν ώστε ν’ ανακαλύψουν την κρυψώνα μας».
127
«Πολύ μου αρέσει να πετάγομαι μπροστά τους και να με παίρνουν στο κυνήγι! Η αδελφούλα μου φοβάται μην πάθω κακό, αλλά εγώ πάντα τους ξεφεύγω.. Όμως σήμερα… Σήμερα διαισθάνομαι ότι ήλθε η ώρα της θυσίας. Χωρίς θυσία τίποτα δεν πάει μπροστά.. Πρέπει να θυσιαστώ για να προχωρήσει επιτέλους αυτή η ιστορία. Να αποτελματωθούμε!» μου λέει το ελάφι και πετάγεται μπροστά από προς διώκτες του.
128
Μόλις είδαν το ελάφι οι κυνηγοί του βασιλιά άρχισαν να τρέχουν ξοπίσω του. «Λαβώστε το!» ακούστηκε να τους διατάζει η ίδια φωνή. «Προσέξτε μόνο να μην το σκοτώσετε. Θα μας είναι άχρηστο τότε!» συνέχισε. Έτρεξα κι εγώ από το πλάι να δω τί θα γίνει. Βέλη και ακόντια έπεφταν σαν σύννεφο πίσω από το ελάφι, ώσπου…
129
Ένα βέλος το πέτυχε στο μπροστινό του πόδι. Το ελάφι κοντοστάθηκε μια στιγμή. Μετά συνέχισε να τρέχει κουτσαίνοντας. Παρ’ ότι μειώθηκε η ταχύτητά του κατάφερε και ξέφυγε από τους διώκτες του.
Μόνο εγώ το πρόλαβα παρακάμπτοντας δρόμο από πλαϊνά μονοπάτια. Έφθασε σε ένα σπιτάκι. Μια κοπέλα άνοιξε την πόρτα και του είπε τρομαγμένη: «Αδελφούλη τί έπαθες; Δεν σου είπα να προσέχεις; Τί θ’ απογίνω αν μείνω μόνη μου χωρίς εσένα;» Τότε πρόσεξε πως κάποιος τους παρακολουθούσε πίσω από ένα δέντρο.
130
«Δεν θ’ απομείνεις ποτέ πια μόνη!» είπε ο άντρας και πρόβαλε μπροστά από το δέντρο που τον έκρυβε. «Εσένα έψαχνα! Σε αγάπησα από την πρώτη και μοναδική στιγμή που σε είδα!» Ήταν ο βασιλιάς που ακολούθησε τα ίχνη από το αίμα του ελαφιού και έτσι ανακάλυψε το σπιτάκι τους.
131
Ο βασιλιάς έστειλε και πήραν την αδελφούλα και το ελαφάκι από το σπιτάκι του δάσους για να πάνε στο παλάτι να παντρευτούν. Ξωτικά και άλλα περίεργα πλάσματα του μαγεμένου δάσους τους αποχαιρετούσαν και κατευόδωναν την νύφη στο ταξίδι της.
132
133
Είμαι σίγουρος πως οι περιπέτειες του Αδελφούλη και της Αδελφούλας δεν τελείωσαν. Μάλλον τώρα αρχίζουν. Από τις σκέψεις μου με βγάζει το φτερούγισμα κύκνων που πλατσου- ρίζουν στη λίμνη. Το σούρουπο φεύγει! Άρχισε να βραδιάζει. Σκοτεινιάζει!
134
Κάτω από το φως της πανσέληνου βλέπω ένα πανέμορφο κύκνο να ξεχωρίζει από τους άλλους, να ανασηκώνεται φτερουγίζοντας περίεργα πάνω από τα κρυστάλλινα νερά της λίμνης, λες και χορεύει. Τι περίεργο θέαμα! Ο κύκνος ορθώνεται όλο και πιο ψηλά και…
135
Ο κύκνος αλλάζει μορφή! Τα φτερά του γίνονται χέρια.. μετασχηματίζεται σε λευκοντυμένη κοπέλα, μια καλλονή που χορεύει υπέροχα, ανάλαφρα, πάνω στην επιφάνεια των νερών προς λίμνης.
Οι άλλοι κύκνοι μαζεύονται και παρατάσσονται ξοπίσω της ενώ ένας μελωδικός αρμονικός ψίθυρος, σαν μουσική, συνοδεύει τα βήματά τους.