xromata.com


Συνεντευξη με τα χρωματα [ξα΄]: μαυρες βαφες / μελανια

 

Η «Συνέντευξη με τα χρώματα» είναι μια προσπάθεια τακτοποίησης των όσων έχουν ειπωθεί (και θα ειπωθούν) για τα χρώματα, σε μια σειρά, ας πούμε, εύπεπτης διδακτικής ύλης, για όλους όσοι θέλετε να «μάθετε» τα χρώματα και τον κόσμο τους.

Η σειρά έχει την μορφή μιας υποτιθέμενης, διδακτικής, συνέντευξης των χρωμάτων προς τον άνθρωπο.

 

 

 

 

Συνέντευξη με τα χρώματα

[ξαʹ]

 

Το Μαύρο στην χημεία

(Μαύρες βαφές υφασμάτων και μελάνια)

[η΄]

 

Βαφές υφασμάτων:

-Οι μαύρες βαφές καλής ποιότητας, όπως σου έχω ξαναπεί στην ιστορία μου Άνθρωπε, δεν ήταν γνωστές μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα.

Οι πιο συνήθεις πρώιμες βαφές γινόντουσαν από φλοιούς, ρίζες ή καρπούς διαφορετικών δέντρων. συνήθως καρυδιές, καστανιές ή ορισμένες βελανιδιές.

Οι μαύρες βαφές που παραγόντουσαν από τα δέντρα αυτά είχαν συνήθως μια γκριζωπή, καφετιά ή μπλε χροιά.

Το ύφασμα έπρεπε να βαφεί πολλές φορές για να σκουρύνει το χρώμα. Μια λύση που χρησιμοποιήθηκε από τους βαφείς ήταν να προστίθενται στην βαφή κάποια τρίμματα σιδήρου, πλούσια σε οξείδια, που έδιναν βαθύτερο μαύρο χρώμα.

Ένας άλλος τρόπος ήταν να βάφεται αρχικά το ύφασμα σκούρο μπλε, και στη συνέχεια να βάφεται μαύρο.

Μια πολύ πλουσιότερη και βαθύτερη μαύρη βαφή τελικά άρχισε να παράγεται από εξογκώματα δρυός. Το εξόγκωμα αυτό είναι ένας μικρός στρογγυλός όγκος που αναπτύσσεται σε δρυς και σε άλλες ποικιλίες δέντρων. Αυτά κυμαίνονται σε μέγεθος από 2-5 εκατοστά και προκαλούνται από χημικές ουσίες που εκχύνονται από τις προνύμφες ορισμένων ειδών εντόμων της οικογένεια των Cynipidae.

Η βαφή αυτή ήταν πολύ ακριβή. Για την παραγωγή μιας πολύ μικρής ποσότητας χρωστικής χρειαζόταν μια μεγάλη ποσότητα εξογκωμάτων. Τα εξογκώματα που έκαναν την καλύτερη βαφή προέρχονταν από την Πολωνία, την ανατολική Ευρώπη, την ανατολική και τη βόρεια Αφρική. Ξεκινώντας περίπου τον 14ο αιώνα, η βαφή αυτή χρησιμοποιήθηκε για ρούχα βασιλιάδων και πριγκίπων της Ευρώπης.

Μια άλλη σημαντική πηγή φυσικών μαύρων χρωμάτων από τον 17ο αιώνα και έπειτα ήταν το δέντρο Haematoxylum campechianum, το οποίο παρήγαγε επίσης κοκκινωπά και γαλαζωπά χρώματα. Είναι ένα είδος ανθοφόρου δένδρου της οικογένεια των Ψυχανθών Fabaceae, που είναι ιθαγενές στο νότιο Μεξικό και στη βόρεια Κεντρική Αμερική.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι συνθετικές μαύρες βαφές έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τις φυσικές βαφές.

Ένα από τα σημαντικότερα συνθετικά μαύρα είναι το Nigrosin, ένα μείγμα συνθετικών μαύρων χρωστικών ουσιών (CI 50415, Solvent black 5) που παρασκευάζεται με θέρμανση ενός μίγματος νιτροβενζολίου, ανιλίνης και υδροχλωρικής ανιλίνης παρουσία καταλύτη χαλκού ή σιδήρου. Οι κύριες βιομηχανικές χρήσεις της είναι σαν χρωστική ουσία για λάκες, βερνίκια και για μελάνια σε στυλό και μαρκαδόρους.

Μελάνια:

Πάμε τώρα στα μελάνια, που κι’ αυτά είναι ένα είδος χημικής βαφής που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο, αλλά και σχεδιασμούς, σήμερα δε, ιδιαίτερα στην τυπογραφία.

Τα πρώτα γνωστά σ’ εμάς μελάνια έγιναν από τους Κινέζους πριν από σχεδόν δυόμιση χιλιάδες χρόνια.

Οι Κινέζοι χρησιμοποίησαν φυσικές φυτικές και ορυκτές βαφές, όπως αλεσμένο γραφίτη μουσκεμένο σε νερό για να φτιάχνουν τα μελάνια τους και τα άπλωναν με ειδικά πινέλα που έφτιαναν για την γραφή με μελάνη.

Ω, ναι, Άνθρωπε. Το μελάνι στα παλαιότερα ελληνικά ήταν θηλυκού γένους, ‘η μελάνη’ (από το ρήμα μελανέω > μελάνω = μαυρίζω) αλλά με την πάροδο του χρόνου κατάντησε ουδετέρου γένους ‘το μελάνι’. Πάντως και τα δυο γένη χρησιμοποιούνται σήμερα στην ελληνική γλώσσα, οπότε όπως και να το αποκαλέσεις, είτε στο θηλυκό, είτε στο ουδέτερο γένος, είσαι σωστός.

Σήμερα, μελάνια υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα χρώματα, όπως και πολλά διαφορετικά είδη μελανιών, πολύ παλαιότερα όμως τα μελάνια είχαν πολύ σκούρα, σχεδόν μαύρα χρώματα, ειδικά τα αρχαία κινέζικα μελάνια, γι’ αυτό και έχει επικρατήσει για τα μαύρα ανεξίτηλα μελάνια η ονομασία «σινική μελάνη».

Σινική μελάνη λοιπόν, μαύρο μελάνι, ο βασιλιάς των μελανιών.

Οι πρώιμες κινεζικές παρόμοιες με τις σύγχρονες μελάνες, έχει βρεθεί να χρονολογούνται γύρω στο 256 π.Χ.

Αυτά τα μελάνια παράγονται από αιθάλη, που με την σειρά της παράγεται συνήθως από καύση ξύλου πεύκου, η οποία στην συνέχεια αναμειγνύεται με ζωική κόλλα.

Πέρα από την σινική μελάνη, έχουμε και άλλη μια μελάνη με ασιατική καταγωγή. Την ινδική μελάνη, που κι’ αυτή είναι μια μαύρη μελάνη που χρησιμοποιείται ευρέως για γραφή και εκτύπωση και ιδιαίτερα για σχεδιασμούς ασπρόμαυρων κόμικς.

Η διαφορά της από την σινική είναι η τεχνική κατασκευής της  και έχει χρησιμοποιηθεί στην Ινδία τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα π.Χ., όπου ονομάστηκε masi. Το μαύρο χρώμα του ινδικού μελανιού προέρχεται από καμένα οστά, κατράμι, πίσσα και άλλες ουσίες

Μαύρη μελάνη κατασκεύαζαν και χρησιμοποιούσαν επίσης και οι αρχαίοι Ρωμαίοι, ενώ για την κατασκευή λεπτών μελανιών γραφής χρησιμοποιήθηκαν και διάφοροι φυτικοί ιστοί, όπως π.χ. της καρυδιάς, ταννικά οξέα καθώς και άλατα σιδήρου. Αυτά τα αρχαία και μεσαιωνικά μελάνια είχαν μια καφετιά χροιά, χρησιμοποιήθηκαν στην πρώιμη ευρωπαϊκή τυπογραφία και χρησιμοποιήθηκαν από τον 12ο έως τον 19ο αιώνα, αλλά ακόμα και στον 20ο.

Εδώ, μάλλον τελείωσα με όσα έπρεπε να σου πω γενικά για την σχέση μου με την χημεία, δηλαδή την παραγωγή μαύρων βαφών από χρωστικές ουσίες, ειδικά βαφών για υφάσματα αλλά και τα μαύρα μελάνια που σου είναι Άνθρωπε ιδιαίτερα χρήσιμα για το γράψιμο.

Φαινομενικά τελειώνω εδώ με τα μέρη της φυσικοχημείας που έχουν να κάνουν με εμένα, το μαύρο χρώμα, όμως… όμως… παρέλειψα ένα σημαντικό κομμάτι, παράρτημα θα έλεγα της φυσικής, με το οποίο σχετίζομαι ιδιαίτερα. Την Αστρονομία και το διάστημα!

Θα συνεχίσω λοιπόν με αυτά.


is | Topic: βαφές, μαύρο, Συνέντευξη με τα χρώματα | Tags: None

No Comments, Comment or Ping

Reply to “Συνεντευξη με τα χρωματα [ξα΄]: μαυρες βαφες / μελανια”