xromata.com


Πρωτες υλες βαφων: κοκκινο

 

Πρώτες ύλες χρωστικών και παραγωγή βαφών

Κόκκινες βαφές και χρωστικές

 

Μετά το προ καιρού αναρτηθέν άρθρο γενικά περί χρωστικών και βαφών, https://xromata.com/?p=6369 https://xromata.com/?p=6382 ας αρχίσουμε να εξετάζουμε τις πηγές των διαφόρων χρωστικών και την παραγωγή βαφών από αυτές.

Πριν μπούμε όμως στην λεπτομερή εξέταση κάθε πηγής ας ρίξουμε μια γενικότερη ματιά σε κάθε χρώμα και τις πηγές των χρωστικών του από τις οποίες ο άνθρωπος, κατά την ιστορική του διαδρομή, παρήγαγε και παράγει τις διάφορες βαφές.

 

 

 

Κόκκινες χρωστικές ουσίες και βαφές

 

Ξεκινάμε την ανασκόπηση αυτή με μια από τις παλαιότερες γνωστές βαφές του κόσμου, την κόκκινη, βαφή που χρησιμοποιούσαν πριν από αρκετές χιλιάδες χρόνια οι πρωτόγονοι καλλιτέχνες πρόγονοί μας, διακοσμητές των σπηλαίων του Λασκώ και της Αλταμίρα.

https://xromata.com/?p=3025 https://xromata.com/?p=3034

 

 

Η «κόκκινη γη» που τους έδινε το χρώμα αυτό, ήταν γη με μεγάλη περιεκτικότητα σιδήρου, στον οποίο οφείλει το χρώμα της και είναι αρκετά κοινή.

Άλεθαν οι πρόγονοί μας την κόκκινη αυτή γη ώσπου να γίνει ψιλή σκόνη, την ανακάτευαν με λειωμένο λίπος και ιδού, έτοιμο το κόκκινο χρώμα για πάσα χρήση.

Η «κόκκινη γη» οφείλει το χρώμα της σε οξείδια σιδήρου, που γενικά είναι από τις σπουδαιότερες πηγές χρωστικής ουσίας, όπως είδαμε, από τα πολύ παλιά χρόνια έως σήμερα, αν και τα σημερινά οξείδια σιδήρου παράγονται σε εργαστήρια.

 

 

Τα οξείδια σιδήρου είναι χημικές ενώσεις σιδήρου και οξυγόνου, ευρύτατα διαδεδομένα στην φύση όπου παίζουν σημαντικό ρόλο σε διάφορες γεωλογικές και βιολογικές διεργασίες. Υπάρχουν 16 γνωστά υδροξείδια και οξυδροξείδια σιδήρου. Χρησιμοποιούνται ευρέως από τον άνθρωπο, ως χρωστικές, μεταλλεύματα σιδήρου, καταλύτες και φυσικά για τον σχηματισμό της αιμογλομπίνης, της κόκκινης βιο – χρωστικής του αίματος, απαραίτητης στην λειτουργία αυτού του βασικού χυλού ζωής του ζωικού βασιλείου. Η κοινή σκουριά είναι κι αυτή μια μορφή οξειδίων του σιδήρου.

 

 

Στη φυσική τους μορφή τα οξείδια του σιδήρου παρουσιάζουν μια μεγάλη χρωματική κλίμακα που κυμαίνεται από βαθύ πορφυρό έως σκοτεινό κίτρινο.

Μερικές περιοχές είναι φημισμένες για την απόχρωση της γης τους ώστε βάφτισαν με το όνομά τους το ανάλογο χρώμα. Έτσι έχουμε το κόκκινο της Βενετίας (Venetian red) και το κόκκινο της Τοσκάνης (Tuscan red).

Μια από τις καλύτερες πηγές παραγωγής κόκκινου οξειδίου είναι η περιοχή Ορμούζ στον Περσικό κόλπο.

 

 

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ανακάλυψαν την παραγωγή κόκκινου χρώματος από το κιννάβαρι, μια βαριά πέτρα που την έσπαγαν, την άλεθαν και έφτιαχναν ένα ωραίο φωτεινό κόκκινο χρώμα.

(Για το κιννάβαρι, ορυκτό και φυτικό –ή άλλως αίμα δράκου- θα μιλήσουμε αναλυτικότερα προσεχώς).

Το κιννάβαρι είναι θειούχο ορυκτό του υδραργύρου, που είναι το σπουδαιότερο από τα μεταλλεύματα του. Έχει καστανό έως κόκκινο χρώμα και απαντάται συνήθως κοντά σε ηφαιστειακά πετρώματα.

Πέρα από τους αρχαίους Αιγύπτιους, οι αρχαίοι Έλληνες ανακάλυψαν άλλα δυο κόκκινα χρώματα. Ένα κατακόκκινο, αυτό που αποκαλούμε σήμερα βερμιγιόν, καθώς και το κόκκινο του μολύβδου.

 

 

Το πρώτο υπήρξε το γνωστότερο και φωτεινότερο κόκκινο χρώμα των κλασικών χρόνων έως τον μεσαίωνα. Ήταν μια τεχνητή παραγωγή του κιννάβαρι, σχηματισμένο από το συνδυασμό θείου και υδραργύρου. Η ένωση αυτή παρήγαγε μια μαύρη σκόνη που κοκκίνιζε όσο αλεθόταν. Όσο πιο ψιλή ήταν η σκόνη, τόσο πιο κόκκινη γινόταν.

 

 

Ο κόκκινος μόλυβδος παρασκευαζόταν από την θέρμανση του άσπρου μόλυβδου, μια τεχνική που χρησιμοποιείται ευρέως και στις μέρες μας για την παρασκευή του μινίου, μιας κοκκινωπής αντιοξειδοτικής χρωστικής του σιδήρου. Φυσικά και οι δυο αυτές κόκκινες βαφές είναι δηλητηριώδεις.

 

 

Μια άλλη παλιά κόκκινη βαφή, η αλιζαρίνη, παραγόταν από τις ρίζες του φυτού Rubia Tinctorum, που ήταν γνωστό και στους αρχαίους Αιγύπτιους. Το φυτό αυτό εφύετο στην Ελλάδα και εισήχθη από τους Σταυροφόρους στην Ιταλία και την Γαλλία.

 

 

Μια παραλλαγή του κόκκινου αυτού χρώματος ονομάσθηκε τούρκικο κόκκινο και το χρησιμοποιούσαν πολύ στην βαφή υφασμάτων έως τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν δυο γερμανοί χημικοί ανακάλυψαν την τεχνητή κατασκευή της αλιζαρίνης, που ήταν η πρώτη από τις φυσικές βαφές που παρήχθη τεχνητά και γι’ αυτό κατέχει σπουδαία θέση στην ιστορία της χημείας.

 

 

Την φυσική κόκκινη βαφή χρησιμοποιούσαν οι μουσουλμάνοι για να βάφουν τα φέσια τους και ο γαλλικός στρατός τα παντελόνια του έως τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.

 

 

Μια άλλη ανακάλυψη των αρχών του 19ου αιώνα ήταν η ανακάλυψη ενός μετάλλου, του καδμίου. Στα μέσα του αιώνα παρήχθησαν από το κάδμιο κίτρινες χρωστικές ουσίες και το 1910 το κόκκινο του καδμίου διοχετεύθηκε στο εμπόριο αντικαθιστώντας το βερμιγιόν, από το οποίο είναι πολύ ανθεκτικότερο.

 

 

Ο άνθρωπος παρήγαγε και παράγει επίσης κόκκινες βαφές από ζωικές πρώτες ύλες, όπως τα κοχύλια της πορφύρας, τα έντομα κοξινέλ και το αίμα βοοειδών.

 

 

 


is | Topic: βαφές, κόκκινο, Φύση και χρώματα | Tags: None

No Comments, Comment or Ping

Reply to “Πρωτες υλες βαφων: κοκκινο”