Ονομασιες του κοκκινου στα ελληνικα
Ονομασίες του κόκκινου χρώματος στην ελληνική γλώσσα
Τι ακριβώς σημαίνει «κόκκινο» στα ελληνικά; Κάθε χρώμα έχει την ονομασία του και κάθε ονομασία σημαίνει επακριβώς κάτι. Έτσι και τα χρώματα έχουν τις ονομασίες τους που κι αυτές κάτι σημαίνουν οπωσδήποτε. Μόνο που κάθε χρώμα, τουλάχιστον στην ελληνική γλώσσα, έχει περισ- σότερες από μια ονομασίες. Ας δούμε λοιπόν τι σημαίνουν οι ονομασίες αυτές ξεκινώντας από το κόκκινο χρώμα.
Όμως πριν αναλύσουμε τις ονομασίες του κόκκινου χρώματος πρέπει να δούμε ποιες είναι οι ονομασίες που προσδιορίζουν το κόκκινο χρώμα.
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα, λέξεις που προσδιόριζαν κόκκινο χρώμα ή κοκκινωπές αποχρώσεις ήταν οι εξής:
Ερυθρόν, Φοινόν (φοινικόν – φοινώδες), Δαφοινόν, Κόκκινον, Μίλτον, Αλλουργές, Πορφυρούν, Οινωπόν, Πυρρόν, Ρόδινον.
(Αρκετές από τις ονομασίες αυτές συναντήσαμε στην ανάρτηση για «το κόκκινο στα ομηρικά έπη»)
Για να δούμε ποιες είναι οι ονομασίες του κόκκινου χρώματος, αλλά και πως τις χρησιμοποιούμε σήμερα, στη νεοελληνική γλώσσα, συμβουλευό- μαστε το Αντιλεξικό ή Ονομαστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (θα το αποκαλούσα και εννοιολογικό λεξικό) πηγαίνοντας στο λήμμα ΕΡΥΘΡΟΤΗΣ που υπόκειται στην γενική έννοια ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ (= εκπομπή φωτεινών ακτίνων), που με τη σειρά της υπόκειται στην γενικότερη έννοια ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΥΛΗ.
Διαβάζω (ή καλύτερα αντιγράφω) λοιπόν τις λέξεις που χρησιμοποιούνται σαν ουσιαστικά που προσδιορίζουν αυτό το χρώμα:
Ερυθρό κοινώς κόκκινο, [ζωηρό] ύσγινο κοινώς κόκκινο της φωτιάς, [ανοικτό, απαλό] ρόδινο, κοινώς τριανταφυλλί, ροζ.
[Ιώδες ερυθρό] πορφυρό κοινώς βυσσινί, ροδί, γκρενά.
Λέξεις που χρησιμοποιούνται σαν επίθετα για το χρώμα αυτό είναι:
Ερυθρός, κόκκινος, [εξ ολοκλήρου] κατέρυθρος, κατά-, ολοκόκκινος, ροδοκόκ- κινος κοινώς άλικος, [κλίνων προς το ερυθρό] ερυθροειδής, ερυθρωπός, κοκκινω- πός υπέρυθρος.
[Έχων χρώμα βαθύ ερυθρό] βαθυκόκκινος, βυσσινής, γκρενά, ροδής, πορφυρός, βαθυ- καταπόρφυρος.
Αιματόχρους – αιματώδης, αιμάτινος. Οινωπός, κρασάτος.
Ροδαλός, ρόδινος, ροδόχρους κοινώς τριανταφυλ- λένιος –ής, ροζ.
Ρουβινέρυθρος, ρουβινόχρους κοινώς ρουμπινής.
Επίσης έχουμε τα επίθετα ερυθροκίτρινος, καστανέρυθρος, καστανοκόκκινος, κεραμιδής, μπρικ, κοραλλένιος (μερτζανής), κερασόχρους, μιλτώδης, φλογάτος, χρυσοκόκκινος, για να προσδιορίσουμε κάποια όχι τελείως καθαρά κόκκινα.
Για ανθρώπινα χαρακτηριστικά που ενέχουν κόκκινο χρώμα χρησιμοποιούμε τις λέξεις:
Ερυθρόδερμος, ερυθροπάρειος ερυθροπρόσωπος, κοκκινοπρόσωπος, κοκκινομάγουλος, κοκκινο- μούρης, ροδομάγουλος, μερτζανόχειλος, [για τρίχες] ερυθροπώγων κοινώς κοκκινογένης, ξανθοκόκκινος, πυρρός, κοκκινομάλλης, κοκκινοτρίχης, πυρότριχος, ρούσος [επί ίππου] ντορής.
Όσο δε για χρωστικές ουσίες που ταυτίζονται με το κόκκινο χρώμα έχουμε:
Καρμίνι(ον), κέρμης, κοχενίλλη (κοξινέλ), κρεμέζι, κιννάβαρι, μίνιο, πορφύρα, χέννα (κνα), παντζάρι (κοκκινογούλι), ρουμπίνι.
(Λόγω της έκτασης του άρθρου θα επανέλθουμε σύντομα για την ανάλυση και επεξήγηση των «κόκκινων» ονομασιών).
admin is | Topic: εννοιολογία, κόκκινο | Tags: None
No Comments, Comment or Ping
Reply to “Ονομασιες του κοκκινου στα ελληνικα”