xromata.com


Indian Yellow (κίτρινο της Ινδιας)

 

Χρώματα βαφές

Οι βαφές κατά τα τέλη του Μεσαίωνα

Και την Αναγέννηση

 

(Όπως αναγράφονται στον ιστότοπο ‘WebExibits, Pigments through the ages’).

Σε προηγούμενα άρθρα, αναφερθήκαμε στα χρώματα βαφές που χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος κατά την προϊστορική περίοδο, την πρώιμη και ύστερη αρχαιότητα, τα περισσότερα των οποίων είναι εν χρήσει ακόμα και σήμερα.

Στον Μεσαίωνα πέρα από τα προαναφερθέντα χρώματα, που παρέμειναν όλα εν χρήσει, εκτός από το Egyptian Blue, προστέθηκαν άλλα πέντε χρώματα βαφές στον χρωστήρα του ανθρώπου, τα εξής, κατά την διεθνή αγγλική τους ονομασία:

Ultramarine

Lead tin yellow

Smalt

Indian yellow

Copper resinate

Αρχίσαμε την αναφορά σ’ αυτά τα 5 χρώματα ξεκινώντας από το Ultramarine και το Lead tin yellow Συνεχίσαμε με το Smalt, χρώμα που εμφανίστηκε στο τέλος του Μεσαίωνα και χρησιμοποιήθηκε κατά την Αναγέννηση, όπως και το Indian yellow (ινδικό κίτρινο) στο οποίο θα αναφερθούμε τώρα.

 

 

Indian Yellow (Ινδικό κίτρινο)

 

Σύντομη περιγραφή του Indian Yellow :

To ινδικό κίτρινο (Indian Yellow) είναι μια διαυγής, βαθιά και φωτεινή κίτρινη χρωστική ουσία.

Το ινδικό κίτρινο, ευξανθικό οξύ του μαγνησίου, χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα στην Άπω Ανατολή.

Χρησιμοποιήθηκε από Ευρωπαίους καλλιτέχνες ζωγράφους, τόσο σε λαδομπογιές όσο και σε ακουαρέλες, από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα.

Χρησιμοποιήθηκε πιθανώς για πρώτη φορά από Ολλανδούς καλλιτέχνες και πριν από τα τέλη του 18ου αιώνα χρησιμοποιείται συνήθως από καλλιτέχνες σε όλη την Ευρώπη.

Η προέλευσή του ήταν άγνωστη μέχρι που μια έρευνα το έτος 1883 αποκάλυψε ότι η ινδική κίτρινη χρωστική ουσία κατασκευάστηκε στην αγροτική Ινδία από τα ούρα βοοειδών που τρέφονταν μόνο με φύλλα μάνγκο και νερό.

Απαγορεύτηκε στην Αγγλία τον 19ο αιώνα.

 

 

Ιστορία του ινδικού κίτρινου:

Γνωστό από την αρχαιότητα στην Άπω Ανατολή, το ινδικό κίτρινο εισήχθη στην Ινδία από την Περσία τον 15ο αιώνα.

Ο ερασιτέχνης ζωγράφος Roger Dewhurst, κατέγραψε τη χρήση του ινδικού κίτρινου το 1786.

Σημείωσε, σε επιστολές προς φίλους, ότι ήταν μια οργανική ουσία φτιαγμένη από τα ούρα ζώων που τρέφονταν με κουρκουμά (ζαφορά, ινδικό κύπειρο) και πρότεινε να πλένεται κατά την προετοιμασία του για να χρησιμοποιηθεί ως βαφή.

Η παραγωγή του παρέμεινε ένα μυστήριο για πολλά χρόνια.

Ο Mérimée, στο βιβλίο του, του 1830 για την ζωγραφική, έγραφε πως δεν πίστευε ότι ήταν φτιαγμένο από ούρα, παρά την οσμή του.

Ο George Field πίστευε ότι ήταν φτιαγμένο από ούρα καμήλας.

Μόνο το 1886 το περιοδικό της Εταιρείας Τεχνών στο Λονδίνο ξεκίνησε μια συστηματική έρευνα για τη χρωστική ουσία γνωστή ως ‘πουρέ’ της Ινδίας.

Ένας ερευνητής ξεκίνησε την αναζήτησή του στην Καλκούτα.

Εστάλη στο Monghyr, μια πόλη της Βεγγάλης. Εκεί, βρήκε μια μικρή ομάδα ιδιοκτητών βοοειδών που τάιζαν τις αγελάδες τους με φύλλα μάνγκο και νερό.

 

 

Τα ούρα των αγελάδων είχαν λαμπερό κίτρινο χρώμα .

Ήταν εξαιρετικά υποσιτισμένα ζώα καθώς έλαμβαναν μόνο περιστασιακά κανονικές ζωοτροφές.

Άλλοι Ινδοί γαλακτοπαραγωγοί της ίδιας κάστας περιφρονούσαν αυτούς τους καλούμενους «colormen» και τους ανάγκασαν να περιορίσουν την παραγωγή τους. Σύμφωνα με πληροφορίες, παρήγαγαν χίλιες έως χίλιες πεντακόσιες λίβρες της χρωστικής τον χρόνο, αλλά ο ερευνητής αμφισβήτησε τα στοιχεία παραγωγής όταν είδε τον μικρό αριθμό αγελάδων που εμπλέκονταν.

Το ινδικό κίτρινο χρησιμοποιήθηκε τόσο σε ελαιογραφίες όσο και σε υδατογραφίες. Προτιμήθηκε για την έντονη χροιά του. Είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην ακουαρέλα γιατί ενώ εξασθενούσε στο τεχνητό φως και στο σκοτάδι, ήταν αρκετά έντονο στο άμεσο ηλιακό φως.

 

 

Σε λαδομπογιά στέγνωνε αργά, αλλά μπορούσε να αναμιχθεί με όλες τις άλλες χρωστικές ουσίες.

Νόμος απαγόρευσε την παραγωγή ινδικού κίτρινου στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα.

Ο Wehlte προσθέτει ότι η απαγόρευσή του μπορεί να οφείλεται στους Ινδούς για τους οποίους τα βασανιστήρια των ιερών ζώων ήταν κατά της θρησκείας τους.

 

 

Μπορεί επίσης να οφείλεται στους βρετανικούς νόμους που απαγόρευαν την σκληρότητα προς τα ζώα.

 

Παρασκευή του ινδικού κίτρινου:

Τα ούρα αγελάδας εξατμίζονται και η προκύπτουσα ξηρή ύλη σχηματίζεται σε μπάλες με το χέρι.

 

 

Τα ούρα θερμαίνονται για να καταβυθιστεί η κίτρινη ύλη, στη συνέχεια στραγγίζονται, συμπιέζονται σε σβώλους με το χέρι και ξηραίνονται.

Είναι το μάνγκο και όχι τα ούρα που είναι ζωτικής σημασίας για το χρώμα.

 

 

Το χρώμα είναι ένα άλας ασβεστίου ή μαγνησίου ενός οργανικού οξέος που απελευθερώνεται από το μάνγκο.

Από τις αρχές του εικοστού αιώνα η χρωστική ουσία δεν είναι πλέον διαθέσιμη, αν και μπορείτε να βρείτε σύγχρονα υποκατάστατα που πωλούνται με το όνομα "Ινδικό κίτρινο".

Πράγματι, οι αγελάδες ήταν εξαιρετικά υποσιτισμένες, καθώς τα φύλλα μάνγκο δεν παρείχαν στα βοοειδή επαρκή θρεπτικά συστατικά, και ζούσαν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

Η διαδικασία θεωρήθηκε απάνθρωπη και από το 1908, η ινδική κίτρινη χρωστική ουσία απαγορεύτηκε από την αγορά.

 

 

Πλέον δεν θεωρείται ως χρωστική ουσία, λόγω της απαγόρευσή της.

Η χημική της ονομασία όμως είναι magnesium euxanthate και ο χημικός τύπος της είναι C19H16O11Mg 5 H2O

Αποτελείται από κίτρινα κρυσταλλικά σωματίδια με βαθύ πλούσιο, ημιδιαφανές πορτοκαλί / κίτρινο χρώμα.

Τα σωματίδια μπορεί να ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό σε σχήμα ανάλογα με την κατασκευή τους, από ράβδους έως σφαιρίτη, έως εμφάνιση γέλης (ζελέ).

Τα σωματίδια μπορούν επίσης να ποικίλουν σε μέγεθος από 1-30μm.

 

 

Στο ινδικό κίτρινο είχαμε αναφερθεί ξανά στο παρελθόν στον σύνδεσμο

https://xromata.com/?p=8875

 


is | Topic: βαφές, Κίτρινο | Tags: None

No Comments, Comment or Ping

Reply to “Indian Yellow (κίτρινο της Ινδιας)”