xromata.com


Συνεντευξη με τα χρωματα [νε’]: το μαυρο από την γλωσσολογια στην μελαγχολια

 

Η «Συνέντευξη με τα χρώματα» είναι μια προσπάθεια τακτοποίησης των όσων έχουν ειπωθεί (και θα ειπωθούν) για τα χρώματα, σε μια σειρά, ας πούμε, εύπεπτης διδακτικής ύλης, για όλους όσοι θέλετε να «μάθετε» τα χρώματα και τον κόσμο τους.

Η σειρά έχει την μορφή μιας υποτιθέμενης, διδακτικής, συνέντευξης των χρωμάτων προς τον άνθρωπο.

 

 

Συνέντευξη με τα χρώματα

[νεʹ]

 

Μέλαν – Μαύρο – Σκότος

[β]

Το μαύρο από την γλωσσολογία στην μελαγχολία   

 

-Είμαι το μαύρο χρώμα και συνεχίζω την    αυτοπαρουσίασή μου Άνθρωπε.

Τώρα, κατά την προτροπή της Γλωσσολογίας, θα ασχοληθώ με τις δύο κύριες ονομασίες μου στην ελληνική γλώσσα, το Μέλαν και το Μαύρο.

ΜΕΛΑΝ, λοιπόν, το ουδέτερο του επιθέτου μέλας – μέλαινα – μέλαν είναι η αρχαία λέξη για το μαύρο χρώμα, η οποία χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα για την χρωματική περιγραφή παντός σκοτεινού, μελανωπού πράγματος ακόμα και αν τούτο δεν είναι ολοσχερώς μέλαν.

Κατά τον Κούρτιο η ρίζα της λέξης βρίσκεται στο ρήμα «μολύνω» = δημιουργώ ρύπους < μόλος και κατ’ επέκτασιν σκούρο, θαμπό χρώμα, βρομιά.

Στα αρχαιότερα ελληνικά και στα ομηρικά έπη, πέραν του μέλανος, είχαμε διάφορα επίθετα για την απόδοση των μαύρων ή σχεδόν μαύρων χρωμάτων, τα οποία όμως δεν χρησιμοποιούνται (ή αναφέρονται σπανίως) σήμερα, όπως τα: Κελαινός, Δνοφερός, Ερεβώδης και Ερέβεννος.

Η σύγχρονη λέξη ΜΑΥΡΟΣ (που είναι κι’ αυτή παλαιοτάτη λέξη, αφού σαν ρήμα, το μαυρόω (=μαυρίζω) αναφέρεται από τον Αισχύλο στις «Ευμενίδες», προέρχεται από το Αμαυρός, λέξη αγνώστου ετυμολογίας που ίσως συνδέεται με την λέξη Αμυδρός που είχε αρχικά την σημασία του μη καθαρού, του συσκοτισμένου, του εξασθενισμένου.

Κατά το λεξικό Liddell Scott από την εποχή του Πινδάρου ήταν εν χρήσει το ρήμα Μαυρόω αντί του Αμαυρόω σημαίνοντας σκοτίζω, μαυρίζω, τυφλώνω, κάνω τινά αδύνατον, ανίσχυρον και μεταφορικά κάμνω κάτι σκοτεινό, ασαφές ή λησμονημένο.

Παρεμπιπτόντως να σου πω, ότι αυτό το αμαύρωμα, αυτό το ‘τύφλωμα’, το ‘σκότισμα, δηλαδή το ‘κάνω κάτι ανίσχυρο να διακριθεί’, όπως συμβαίνει όταν κάτι μαύρο χώνεται μέσα στο σκοτάδι, το έχεις εκμεταλλευθεί ενδυματολογικά Άνθρωπε με σκοπό την ‘απόκρυψη’, την απόκρυψή σου από εχθρούς, αλλά όμως και την απόκρυψη του χαρακτήρα σου.

Ντυμένος στα μαύρα και κινούμενος στο σκοτάδι γίνεσαι δυσδιάκριτος από πιθανούς διώκτες σου. Και όχι μόνο στο σκοτάδι, αλλά και σε περιοχές όπου μικρά τμήματα έντονου φωτός εναλλάσσονται συνεχώς με μικρά τμήματα σκότους, όπως συμβαίνει το απομεσήμερο κάτω από πυκνά φυλλώματα, όπου κάποιος μαυροντυμένος δεν διακρίνεται εύκολα.

[Κάτι αντίστοιχο στον χρωματισμό του ζωικού βασιλείου είναι ο νόμος του Thayer ή άλλως το countershading (ένας χρωματικός σχεδιασμός των ζώων, σαν μια μορφή καμουφλάζ, που χαρακτηρίζεται από σκουρότερη χρώση του άνω τμήματος του ζώου και ανοιχτότερη του κάτω, όπως κάποια ελάφια που είναι πιο σκουρόχρωμα στις πλάτες τους, έχοντας ανοιχτότερο χρώμα προς την κοιλιά, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της επιπεδότητας που τα κάνει δυσδιάκριτα κάτω από πυκνά φυλλώματα).]

Μάλλον αυτός είναι ένας βασικός λόγος που επικράτησε το έθιμο οι χήρες να φορούν μαύρα σε κάποιες περιοχές της υφηλίου, ιδιαίτερα στις περιοχές της νότιας Ευρώπης.

Σκέψου τις απροστάτευτες χήρες, σε παλαιότερες δύσκολες εποχές, που ήταν αναγκασμένες να βγάζουν μόνες τα ζώα τους στην βοσκή πριν το χάραμα και να τα μαζεύουν μόλις βραδιάσει….

Το ίδιο και οι παπάδες που ήταν αναγκασμένοι να τρέξουν ολομόναχοι να συνδράμουν οποιαδήποτε ώρα του ημερονυχτίου σε κάποιον που χρειαζόταν την βοήθειά τους ή να μεταλάβουν κάποιον ετοιμοθάνατο.

Τί το ορθότερον από το να φορούν προστατευτικά μαύρα ράσα οι ιερωμένοι στην καθημερινότητά τους, όταν δεν λειτουργούν φορώντας τα ποικιλόχρωμα ιερατικά τους άμφια;

Επιπλέον, και στις δυο περιπτώσεις, το μαύρο χρώμα δηλώνει θλίψη. Θλίψη, πένθος. Γιατί; Γιατί ένα από τα συναισθήματα που προκαλώ εγώ, το μαύρο χρώμα, είναι το συναίσθημα της θλίψης, της μελαγχολίας ακριβέστερα.

Πώς;

Άκου. Το ρήμα μελαγχολώ από το οποίο προέρχεται αυτό το συναίσθημα, η μελαγχολία, σημαίνει ‘μαύρη χολή’.

Το 400 π.Χ. ο Έλληνας φιλόσοφος – ιατρός Ιπποκράτης θεώρησε ότι το ανθρώπινο σώμα περιείχε τέσσερα κύρια υγρά: αίμα, μαύρη χολή, κίτρινη χολή και φλέγμα. Ένας άνθρωπος αρρώσταινε όταν αυτά τα υγρά ήταν εκτός ισορροπίας στο σώμα του.

Μια περίσσεια μαύρη χολή έκανε τον κάτοχό της να αισθάνεται απογοητευμένος και φοβισμένος. Οι Έλληνες αποκαλούσαν από τότε αυτή την κατάσταση μελαγχολία (μέλαινα χολή), μια λέξη που διαδόθηκε και σε άλλες γλώσσες για να εκφράζεται αυτό το συναίσθημα, όπως: melancholy στα αγγλικά, mélancolie στα γαλλικά, melancolía στα ισπανικά, меланхолия στα ρωσικά κλπ.

Μελαγχολία είναι μια διαταραχή διάθεσης, που χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα ενθουσιασμού καθώς και προθυμίας για δραστηριότητα.

Έτσι λοιπόν, εγώ το μαύρο χρώμα, σχετίζομαι με την μελαγχολία και ως εκ τούτου εκφράζω πεσιμισμό και έλλειψη ελπίδας και κατ’ επέκταση είμαι το χρώμα πραγμάτων που αποβαίνουν τρομακτικά και κακά.

Όπως βλέπεις Άνθρωπε, από την μέλαινα χολή και την μελαγχολία οδηγούμαστε σε συναισθήματα και τις ψυχολογικές καταστάσεις που σου προκαλώ, οπότε σταματώ για λίγο και θα επανέλθω αμέσως να συνεχίσω με τις επιδράσεις μου στον συναισθηματικό σου κόσμο.


is | Topic: εννοιολογία, μαύρο, Συνέντευξη με τα χρώματα, Ψυχολογία και χρώματα | Tags: None

No Comments, Comment or Ping

Reply to “Συνεντευξη με τα χρωματα [νε’]: το μαυρο από την γλωσσολογια στην μελαγχολια”