Επιθετα για το κιτρινο
Η λεκτική καταγωγή των αρχαίων και σύγχρονων ελληνικών χρωματικών επιθέτων.
Επίθετα για το Κίτρινο χρώμα
Μετά την αναφορά μας στην λεκτική καταγωγή των αρχαίων και σύγχρονων ελληνικών χρωματικών επιθέτων για το πράσινο χρώμα, συνεχίζουμε με το κίτρινο.
Μπορεί μεν, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, η έννοια του κίτρινου χρώματος να είχε αρχίζει να σχηματίζεται στην ελληνική γλώσσα από την εποχή του Ομήρου, ενώ η έννοια του πράσινου δεν είχε αναφανεί ακόμα, όμως το κίτρινο εκφράσθηκε εννοιολογικά σαν αυτόνομο χρώμα αρκετά αργότερα από το πράσινο, στους πρώτους αιώνες μ.Χ. όταν, ως κίτρινο αναφέρθηκε από τον Γαληνό, τον Αθήναιο και μετέπειτα.
Προηγουμένως η προσπάθεια επιθετικού προσδιορισμού του κίτρινου χρώματος, το οποίο εθεωρείτο σαν φωτεινότερη απόχρωση του πυρρού (κόκκινου)* εκφραζόταν κυρίως με το επίθετο ΞΑΝΘΟΝ το οποίο αναφερόταν επί του χρώματος του ώριμου σίτου, της γης, μαλλιών, χαίτης και χρώματος αλόγων.
*Ο Πλάτων στον Τίμαιο (68Β) ορίζει το ξανθό χρώμα ως «λαμπρόν ερυθρώ λευκώ τε μεμιγμένον».
Κατά κάποιους γλωσσολόγους ετυμολογικά το επίθετο ΞΑΝΘΟΣ δεν αποκλείεται να έχει προελληνική, πελασγική προέλευση.
Από το επίθετο αυτό προέκυψε και η ονομασία Ξάνθος του ποταμού Σκαμάνδρου, διότι υποτίθεται ότι χρύσιζε τα μαλλιά των λουομένων σε αυτόν.
Προελληνική θεωρείται και η ρίζα του επιθέτου Χρυσός, από το μυκηναϊκό Ku ru so που συσχετίζεται με το ακκαδικό hurasu και το φοινικικό hrs.
Το ΧΡΥΣΟΣ ήταν μια άλλη αρχαία προσπάθεια επιθετικού προσδιορισμού της κιτρινωπής απόχρωσης, τότε που κάποια χρώματα ταυτιζόντουσαν με τα μέταλλα που είχαν παρόμοιο χρώμα.
Από τον χρυσό προέρχεται η ονομασία του κίτρινου χρώματος στις γερμανικές γλώσσες (γερμανικά, φλαμανδικά, ολλανδικά, αγγλικά κλπ.).
Από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα ghe–low που σημαίνει χρυσός σχηματίζεται το γερμανικό gelb, το ολλανδικό geel και το αγγλικό yellow, επίθετα για τον προσδιορισμό του κίτρινου χρώματος.
Μια άλλη προσπάθεια επιθετικού προσδιορισμού του κίτρινου χρώματος στην αρχαία ελληνική ήταν το επίθετο ΚΡΟΚΟΕΙΔΕΣ, δηλαδή «αυτό που είναι σαν τον κρόκο του αυγού» (όμοιος προς κρόκον, ο έχων το χρώμα του κρόκου, Αριστ. 5, 11)
[Εδώ πρέπει να κάνουμε μια παρένθεση για να διευκρινίσουμε τα πράγματα. Ναι μεν το ΚΡΟΚΟΕΙΔΕΣ σημαίνει αυτό που είναι σαν τον κρόκο, αλλά σε ποιόν κρόκο αναφερόμαστε; Αυτό που επικράτησε με την πάροδο του χρόνου, η εύκολη ερμηνεία, κατευθύνει την σκέψη μας στο χρώμα του κρόκου του αυγού. Όμως στον Όμηρο ως κροκόπεπλος Ηώ εννοείται αυτή που φέρει πέπλον κίτρινο κροκοβαφή, δηλαδή βαμμένο εκ κίτρινης βαφής που παραγόταν από τα στίγματα του μωβ φθινοπωρινού κρόκου (σαφράν).
Τα επίθετα με την κατάληξη –ΕΙΔΕΣ, δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο έχει την μορφή που δηλώνει το πρώτο συνθετικό της λέξης.
Έτσι, με την κατάληξη αυτή πρωτοεμφανίζεται η αυτόνομη έννοια του κίτρινου χρώματος, ως το χρώμα των κίτρων, των καρπών της κιτρέας.
Αναφέρεται λοιπόν ως ΚΙΤΡΙΟΕΙΔΕΣ από τον Γαληνό (14, 392), ως ΚΙΤΡΙΝΟΕΙΔΕΣ (σχολ. εις Θεόκρ. 5,95), ΚΙΤΡΑΤΟΝ (Παυλ. Αιγ. 7,18), ΚΙΤΡΙΝΟΧΡΟΥΝ (Τζετζ.) για να καταλήξη στο ΚΙΤΡΙΝΟΝ (Ηρωδιαν. Επιμερ. 179, Ψελλ. Θαυμ. 1448) και να μας παραμείνει ως τέτοιο (κίτρινο) έως σήμερα.
Όσο για την ονομασία του κίτρου, αυτή προέρχεται από το λατινικό Citrus που πρόκειται για ετρουσκικό δάνειο.
admin is | Topic: εννοιολογία, Κίτρινο | Tags: None
No Comments, Comment or Ping
Reply to “Επιθετα για το κιτρινο”