xromata.com


≡ παρ 3

 

 

0071

 

Χα! Εγώ, ο κόμης Εκτουέξο Μπλεξ, βρίσκομαι στο χορό ενός παλατιού, τρώω, πίνω και διασκεδάζω, χωρίς να ξέρω τίνος χορός είναι!

Ξαφνικά όλοι παραμερίζουν κι αφήνουν ένα πανέμορφο ζευγάρι να στροβιλίζεται στο κέντρο της σάλας. Τραβά το βλέμμα μου το κρυσταλλένιο αστράφτισμα από το γοβάκι που προβάλλει κάτω από το φόρεμα της κοπέλας. Αχά..!! Τώρα κατάλαβα…

 

 

 

0072

 

Μόλις άκουσα το ρολόι να σημαίνει 12 έτρεξα και κρύφτηκα στην έξοδο. Όπως το περίμενα, σε λίγο είδα την πριγκιποπούλα (;) να φεύγει τρέχοντας! Από την βιασύνη της δεν ενδιαφέρθηκε καν για το γοβάκι που γλίστρησε από το πόδι της στα σκαλοπάτια! Τί οφείλω να κάνω τώρα; Να επέμβω ή να αφήσω τα πράγματα να κυλήσουν ως έχουν;

 

 

 

0073

 

Σκεφτόμενος τι να κάνω, ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και βρίσκομαι σε μια άλλη παρόμοια σκάλα, όπου μια άλλη (;) Σταχτοπούτα τρέχει αφήνοντας πίσω το γοβάκι της! Να τρέξω να της το δώσω; Να το δώσω στον πρίγκιπα για να είμαι σίγουρος πως το βρήκε; Να το αφήσω ως έχει; Μα έχω άραγε το δικαίωμα να επέμβω;

 

 

 

0074

 

Ανοιγοκλείνω και πάλι τα μάτια μου και βρίσκομαι σε μια άλλη παρόμοια σκάλα, ενώ μια Τρίτη Σταχτοπούτα τρέχει αλαφιασμένη αφήνοντας το γοβάκι της στα σκαλοπάτια! Α! μα τι συμβαίνει εδώ; Ποιό μυστήριο παίζεται; Αυτή τη φορά αποφασίζω να την ακολουθήσω. Τρέχω ξοπίσω της και…

 

 

 

0075

 

Ίσα που πρόλαβα κι’ αρπάχτηκα από το πίσω μέρος της άμαξας της Σταχτοπούτας. Τα άλογα τρέχουν ξέφρενα. Προσπαθώ να μην χάσω την ισορροπία μου! Η ταχύτητα όλο και αυξάνεται.. κάτι συμβαίνει.. κάτι αλλάζει.. Θεέ μου να φτάσουμε πριν πέσω.. Πέφτωωω!!

 

 

 

0076

 

Η άμαξα διαλύεται.. αντί για άλογα γύρω μου βλέπω ποντίκια.. Η Νεράιδα, η Σταχτοπούτα, η κολοκύθα.. προλάβαμε κι επιστρέψαμε.. ή.. βρεθήκαμε στο ξεκίνημα πριν τον χορό; Μα τι συμβαίνει εδώ; Γιατί τόσες Σταχτοπούτες; Γιατί αυτό το πισωγύρισμα στον χρόνο;

«Α! Δεν έχεις ακούσει για τα παράλληλα Σύμπαντα;» μου λέει η Νεράιδα. «..Τη θεωρία που ερευνά η σύγχρονη επιστήμη του κόσμου σου;» συμπλήρωσε.  

 

 

 

0077

 

Ξαφνικά οι μορφές αλλάξανε, αλλά η Νεράιδα συνέχισε την συζήτηση λες και δεν συνέβη τίποτε. «Ο καημενούλης δεν καταλαβαίνει την πολυδιά- στατη πραγματικότητα» λέει στην Σταχτοπούτα. «Μια πραγματικότητα που μοιάζει πιο πολύ με φαντασία! Κάτι τόσο συνηθισμένο εδώ.

Δυσκολεύεται να σταθεροποιηθεί σε κάποιο σύμπαν! Λέω να τον στείλουμε πίσω, από εκεί που ήρθε» και κούνησε το ραβδάκι προς. 

 

 

 

0078

 

Με τυλίγει χρυσόσκονη και ένα ελαφρό αεράκι σηκώνεται καθώς η Νεράιδα φυσά κατά πάνω μου. Το αεράκι δυναμώνει και με σπρώχνει  προς τα πίσω… δεν μπορώ να κρατηθώ! Πετώ μέσα από περίεργους κόσμους σαν να βρίσκομαι σε όνειρο. Που πηγαίνω; Σίγουρα η νεράιδα με στέλνει πίσω, σπίτι μου, από εκεί που ήρθα, όπως είχε πει!

 

 

 

0079

 

Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω από πάνω μου την Κοκκινοσκουφίτσα! Πίστεψα πως η Νεράιδα λέγοντας ότι με στέλνει από εκεί που ήρθα, θα με έστελνε σπίτι μου. Όμως με έστειλε στην αρχή της περιπλάνησής μου στον Παραμυθόκοσμο. «Γιατί;» ψέλλισα! 

 

 

 

0080

 

«Γιατί.. κάθε τι που αρχίζει στον Παραμυθόκοσμο έχει κάποιο τέλος» μου λέει η Κοκκινοσκουφίτσα. « Μόνο όταν δώσεις κάποιο τέλος θα μπορέσεις να γυρίσεις σπίτι σου!» «Σε τι να δώσω τέλος;» «Μα, στα ερωτήματά σου φυσικά! Δεν μπορείς να γυρίσεις χωρίς κάποιες απαντήσεις! Δεν με ρώτησες γιατί φοράω κόκκινα; Έμαθες τι σημαίνει κόκκινο χρώμα για να το συζητήσουμε;» «Όχι! Πού να το μάθω;» «Δικό σου πρόβλημα!» είπε και εξαφανίστηκε.

 

 

 

0081

 

Ξανά από την αρχή… πάλι βρέθηκα μόνος στο δάσος! Τι κάνουμε τώρα; Αν βρω τα νεραϊδάκια ίσως με βοηθήσουν.. αλλά δεν θυμάμαι τον δρόμο για τα λημέρια τους.. ούτε καν το δρόμο για το σπίτι των αρκουδιών.. Είχα χαθεί και την προηγούμενη φορά, οπότε δεν υπάρχει περί- πτωση να βρω τον σωστό δρόμο… Τι κάνουμε λοιπόν;

 

 

 

0082

 

«Κουκου βάου, κούκου βο» ακούω το κράξιμο μιας κουκουβάγιας που στέκεται στο κλαρί του δέντρου πάνω από το κεφάλι μου. «Ψάχνεις τα νεραϊδάκια;» μου λέει! «Δεν χρειάζεται! Αυτά βρίσκονται παντού και πουθενά! Εμφανίζονται όπου και όποτε θέλουν… Δηλαδή όποτε νομίζουν ότι πρέπει να εμφανιστούν. Χα!» «Ναι, αλλά τα χρειάζομαι επειγόντως» λέω.

«Άκου! Μια μουσική από το δάσος! Η μουσική θα σου δώσει απάντηση για το πώς θα βρεθούν τα νεραϊδάκια» μου λέει η κουκουβάγια!

 

 

 

0083

 

Ακολουθώ τον ήχο προς μουσικής. Λίγο πιο πέρα, μέσα στο δάσος ένας περίεργος πιανίστας παίζει το πιάνο του. «Ξέρεις το πώς θα βρεθούν τα νεραϊδάκια;» τον ρωτώ! «Όχι» μου απαντά, «αλλά αν το σφυρίξεις θα το πιάσω και θα στο παίξω!» «Μα δεν πρόκειται για τραγούδι» ανταπαντώ. «Κυριολεκτώ: πώς θα βρεθούν τα νεραϊδάκια;;» «Α!! μόνο η σοφή κουκουβάγια ξέρει να σου πει» μου λέει ο πιανίστας.

Α, ρε παλιοκουκουβάγια γιατί με ταλαιπωρείς; Τρέχω πίσω να την προλάβω πριν χαθεί!

 

 

 

0084

 

Γυρνώ πίσω στο δέντρο της κουκουβάγιας, αλλά αντί γι’ αυτήν βρίσκω δυο μικρές καρδερίνες που φτεροκοπούσαν τιτιβίζοντας ασταμάτητα. «Πού είναι η κουκουβάγια;» τις ρωτώ! «Τι την θες την κουκουβάγια; Σκιάζομαι μόνο που την ακούω.. κουκουβάου – κουκουβάου..» μου λέει η μια. «Άσε η όψη της.. τρομερή.. απαίσια!» λέει η άλλη. «Σε φοβίζουν οι κουκουβάγιες αδελφούλα;» ρωτά η μια την άλλη. «Ίιι!! Τρέμω.. τρέμω όταν την ακούω το βράδυ.. αλλά το πρωί σαν την δω νυσταγμένη.. χι χι!». «Σταματήστε την φλυαρία και πείτε μου που θα βρω την κουκουβάγια!» τους φωνάζω αγριεμένα.

 

 

 

0085

 

Με το που βάζω τις φωνές, οι καρδερίνες σταματούν τα τιτιβίσματα και τα φτερουγίσματα, κοκαλώνουν και… μεταμορφώνονται σε δυο δίδυμες κοπέλες. «Κουκουβάου! Τι είναι; Ποιος με γυρεύει;» λέει η κουκουβάγια που εμφανίστηκε πάνω στο κλαρί του δέντρου.

«Ά! Εσύ είσαι;» μου κάνει. «Άργησες, κι έλεγα θα ’ρθεις, δεν θα ’ρθεις; Δεν ήξερα αν μετάνιωσες ή αν χάθηκες μέσα στο μαγεμένο δάσος!»

 

 

 

0086

 

«Γιατί με ταλαιπωρείς; Γιατί μ’ έστειλες να ρωτήσω τον μουσικό αφού εσύ είσαι αυτή που ξέρει πως θα βρω τα νεραϊδάκια;» λέω θυμωμένα στην κουκουβάγια. «Γιατί.. ξέρω την απάντηση, αλλά.. δεν ξέρω αν πραγματικά θέλεις να την μάθεις! Δεν μπορούμε να δίνουμε κάτι σε κάποιον απλώς επειδή το ζητά! Πρέπει να το θέλει στ’ αλήθεια, κι αν το θέλει πραγματικά θα υποστεί κάποιον κόπο για να το αποκτήσει», μου απαντά!

 

 

 

0087

 

«Περίμενε ν’ αλλάξω μορφή και τα λέμε…» κράζει η κουκουβάγια κι αρχίζει να μεταμορφώνεται σε νεράιδα! «Λοιπόν, θέλεις να βρεις τα νεραϊ- δάκια…» «Ναι! Για να μου πουν…»

«Εμένα ο ρόλος μου είναι να σε βοηθήσω να βρεις τα νεραϊδάκια, τίποτε άλλο!» με διακόπτει με επιτακτικό τόνο! «Το γιατί τα θέλεις είναι δικό σου θέμα!»

 

 

 

0088

 

«Καρδερίνες!» προστάζει η κουκουβάγια τις δυο αδελφούλες, «Γρήγορα! Ντελάλημα..  Πηγαίνετε να καλέσετε τα νεραϊδάκια. Να συγκεντρωθούν εδώ και τώρα!»

«Μα.. γιατί εμείς;» «Γιατί τέτοια ώρα;» «Πού να πάμε;» «Αφού βρίσκονται πουθενά κι εδώ τριγύ- ρω..» «Κι αν μαζευτούν κι’ άλλα στοιχειά του δάσους;» «Θες να κάνεις την καλή και σ’ εμάς φορτώνεις τη δουλειά..».

Διαμαρτυρίες, τιτιβίσματα, μια ακατάσχετη φλυα- ρία… 

 

 

 

0089

 

«Ααα! Φτάνει πιά! Σταματήστε!» τους φώναξε η κουκουβάγια και τις μεταμόρφωσε και πάλι σε πουλιά. «Δεν είστε περίεργες να μάθετε τι τα θέλει τα νεραϊδάκια;» «Ω! μα ναι, βέβαια!» «Τότε πηγαίνετε να τα φέρετε!».

Οι καρδερίνες πιασμένες στην παγίδα της περιέργειας φεύγουν πετώντας και τιτιβίζοντας… «Τί τα θέλει; Τί να τα θέλει άραγε;» «Να του βρουν κάποιο θησαυρό;» «Να τον βγάλουν έξω από το μαγεμένο δάσος;» «Α! μήπως να τον πάνε στο στοιχειωμένο λαγκάδι;» «Να του πραγμα- τοποιήσουν τρεις ευχές;»

 

 

 

0090

 

Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν από παντού νεράιδες, νεραϊδάκια και ξωτικά τραγου- δώντας «Πώ πώ πώ! Πού’ν αυτός που μας εκάλεσε..» το γνωστό τραγούδι από ένα αρχαίο παραμύθι, τους Όρνιθες, φέρνοντας στο νου μου ανατροπές κατεστημένων, δράση, επιθυμία αλλαγών και ένα σωρό άλλα.. ξαφνικά νοιώθω μια δύναμη να διαχέεται μέσα μου.

 

 

 

0091

 

Πριν καλά – καλά να γίνει η συνάθροιση, πετά- χτηκε  η μια από τις καρδερίνες και απευθύνθηκε τιτιβίζοντας σε νεράιδες και νεραϊδάκια. «Εγώ θα έκανα τρεις ευχές..» άρχισε το κελάηδημα! «Πρώτον να διώξετε όλους τους κακούς από το μαγεμένο δάσος! Δεύτερον να εκμεταλλευτούμε τις μαγικές ικανότητές του προς όφελός μας και τρίτο και τελευταίο να καταλάβουμε πως όλοι εμείς και το αγαπημένο μας δάσος είμαστε ΕΝΑ!»

 

 

 

0092

 

«Καρδερίνα μου..» της λέει μια Νεράιδα, «Οι επιθυμίες σου άπτονται της συνείδησης καθενός μας, και η συνείδηση είναι προσωπικό θέμα του καθ’ ένα μας, οπότε δεν μπορούμε να επέμβουμε. Επί πλέον δεν ήλθαμε εδώ για σένα, αλλά για να απαντήσουμε στο ερώτημα ενός περαστικού από το δάσος μας! Λέγε λοιπόν ξένε» απευθύνθηκε σ’ εμένα, «Τι θέλεις;»

 

 

 

0093

 

«Θέλω να γυρίσω πίσω, στον τόπο μου, αλλά δεν μπορώ να φύγω από την Παραμυθοχώρα αν δεν μάθω πρώτα τι σημαίνει κόκκινο και δεν το συζητήσω με την Κοκκινοσκουφίτσα. Βοηθήστε με λοιπόν..» λέω, «Πείτε μου τι είναι το κόκκινο χρώμα; Τι σημαίνει;»

 

 

 

0094

 

«Κόκκινο; Αν ρωτούσες για το πράσινο, θα μπορούσα να σου πω ό,τι θέλεις. Αλλά για το κόκκινο, κανείς εδώ δεν ξέρει να σου πει οτιδήποτε!» μου λέει ένα καταπράσινο νεραϊδάκι. «Και πού θα μάθω για το κόκκινο χρώμα;» την ρωτώ. «Εκεί που έμαθα κι εγώ για το πράσινο..», μου κάνει. «Θα πρέπει να περάσεις το στοι- χειωμένο λαγκάδι και να πα….»

«Σταμάτα!» την διακόπτει μια άλλη ξωτικιά.

 

 

 

0095

 

«Βλέπεις τι σχηματίζω με την αστερόσκονη;» μου λέει η μωβ ξωτικιά που διέκοψε την πράσινη νεραϊδίτσα. «Ναι! Ένα δράκο» της λέω. «Μόνο ένας δράκος μπορεί να σου πει τι σημαίνει το κόκκινο χρώμα» μου απαντά, «..και η Δρακο- χώρα, όπου ζουν οι δράκοι, βρίσκεται πέρα από το στοιχειωμένο δάσος».

 

 

 

0096

 

«Στους δράκους;» λέω, «Μα αυτοί είναι τρομε- ροί..»

«Τρομεροί, ξετρομεροί πρέπει να πας να τους βρεις αν θέλεις απάντηση στο ερώτημά σου, διαφορετικά δεν θα μπορέσεις να γυρίσεις πίσω, σπίτι σου.. μπορείς αν θέλεις, να μείνεις εδώ μαζί μας…. για πάντα.. όσο θέλεις.. αλλά, γυρισμό δεν έχει..» με αποστομώνουν τα ξωτικά.

 

 

 

0097

 

«Οι δράκοι, γιατί δεν μένουν μέσα στο στοιχειωμένο λαγκάδι μαζί με τ’ άλλα στοιχειά, αλλά μένουν πέρα από αυτό;» ρώτησα.

«Γιατί οι δράκοι είναι τέρατα, δεν είναι στοιχειά..» μου λέει ένα μικρό ξωτικό, «τέρας σημαίνει σημείο, όπως ασ – τέρας, που σημαίνει φωτεινό σημείο..» συνεχίζει. «Ένα σημείο μπορεί να είναι είτε καλό, είτε κακό. Οι περισσότεροι δράκοι, παρά την τρομακτική όψη τους είναι ωφέλιμοι, γι’ αυτό οι δράκοι δεν κατοικούν στο λαγκάδι μαζί με τα κακά στοιχειά. Κοίτα πόσα φωτεινά σημεία υπάρχουν στον ουρανό! Θα ήθελες να βρεθείς σε κάποιο από αυτά;»

 

 

 

0098

 

«Ναι! Πολύ θα ήθελα να πάω στ’ αστέρια. Όμως τώρα πρέπει να περάσω από το Στοιχειωμένο Λαγκάδι!  Με τίποτε δεν θα ήθελα να χωθώ εκεί μέσα… όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να πάω στην Δρακοχώρα… Πρέπει να διασχίσω το μαγεμένο δάσος, να φθάσω στα όρια του με το φοβερό λαγκάδι…»

 

 

 

0099

 

Έχω την εντύπωση ότι πλησιάζω στην άκρη του Μαγεμένου Δάσους, όταν εμφανίζεται μπροστά μου από το πουθενά ένα άσπρο κουνέλι, ενώ ξοπίσω του τρέχει μια κοπελίτσα. Ο κούνελος κοιτά το ρολόι του και μονολογεί: «Άργησα! Έχω αργήσει! Όχι είναι νωρίς ακόμα! Πρέπει να είμαι στην ώρα μου. Αν η ώρα μου ήταν χθες έχω αργήσει. Αν είναι αύριο προλαβαίνω. Αν είναι τώρα; Μπορεί να προλάβω, μπορεί να αργήσω. Πω! Πω! Τι έχω πάθει! Πάντως πρέπει να είμαι στην ώρα μου.. γιατί αν δεν είμαι.. αλίμονό μου!» και ενώ λέει αυτά, ξαφνικά εξαφανίζονται κι οι δυο από τα μάτια μου, λες και τους κατάπιε η γη!

 

 

 

100

 

Δεν πρόλαβε να εξαφανιστεί ο κούνελος και μπροστά μου προβάλλει ένας κίτρινος τούβλινος δρόμος. Ένα κορίτσι με το σκυλάκι του, ένα λιοντάρι, ένα σκιάχτρο και ένας τενεκεδένιος άνθρωπος διασχίζουν χοροπηδώντας το κίτρινο καλντερίμι τραγουδώντας:

«Γιατί, επειδή, διότι και πως, ο κίτρινος δρόμος μας πάει στον μάγο του Οζ». Ο απόηχος του τραγουδιού πλανάται ακόμα στον αέρα, όμως η περίεργη αυτή παρέα και ο τούβλινος δρόμος έγιναν άφαντοι.

 

 

 

101

 

Γυρνώ το κεφάλι μου από την άλλη μεριά και βλέπω ένα πανέμορφο πέτρινο σπιτάκι. Μα πως δεν το είχα προσέξει τόση ώρα; Μπροστά του κάθεται προς γέροντας και καπνίζει αμέριμνος το τσιμπούκι του. Κατευθύνομαι προς το σπίτι και του φωνάζω «Εε! Άνθρωπέ μου, τι συμβαίνει εδώ; Τί είναι αυτοί που εμφανίζονται κι εξαφα- νίζονται;» Η φωνή μου αντηχεί από μακριά, αλλά πριν σβήσει ο αντίλαλός της, το σπίτι και ο γέροντας ξεθωριάζουν, σβήνουν , χάνονται…

 

 

 

102

 

«Χι, χι, χι!» ακούω ένα ανατριχιαστικό γέλιο. «Φάτα Μοργκάνα!» σκούζει με απαίσια φωνή, η μάγισσα που εμφανίζεται από το πουθενά.

«Είμαστε αντικατοπτρισμοί αυτών που θα συναντήσεις πέρα από το Στοιχειωμένο λαγκάδι.. χι, χι , χι.. αν καταφέρεις και το περάσεις δηλαδή.. χι, χι» μου λέει χαιρέκακα η κακιά μάγισσα.

«Μα..» ψελλίζω, «Αμέσως πέρα από τη λαγκαδιά βρίσκεται η Δρακοχώρα..».

«Χι, χι. Νομίζεις..» κάνει η μάγισσα και χάνεται!

 

 

 

103

 

Ξαφνικά πιάνει δυνατή βροχή. Μέσα από την αντάρα προβάλλει ένα περίεργο όχημα. Το σέρνει με ταχύτητα ένα τεράστιο γουρούνι κι έρχεται καταπάνω μου. Άλλη μια αντανά- κλαση…  

«Φύγε! Φύγε απ’ τη μέση!» στριγγλίζει το μικρό ανθρωπάκι που οδηγεί την άμαξα. 

Δεν προλαβαίνω να μετακινηθώ.. με χτυπάει.. δεν είναι όραμα.. χάνω προς αισθήσεις μου.

 

 

 

104

 

Ανοίγω τα μάτια μου.. το βλέμμα μου ξεθολώνει. Βρίσκομαι ξαπλωμένος. Δυο περίεργα μικρά ανθρωπάκια με κοιτούν χαμογελαστά.

«Επιτέλους συνήλθες παιδί μου» μου λένε, «μετά από τόσο καιρό..».

«Πόσο καιρό είμαι εδώ;» ρωτάω απορημένος.

«Ου! Σε έφεραν στις βροχές του φθινοπώρου και τώρα είναι βαρυχειμωνιά!» μου λένε. Δεν το πιστεύω. Τόσος καιρός πέρασε; Αισθάνομαι σαν να κοιμήθηκα λίγες ώρες μόνο.

«Αποκλείεται» τους λέω, «λέτε ψέματα»!

«Γιατί να σου πούμε ψέματα παιδάκι μου; Βγες έξω να δεις!» μου λεν.

 

 

(συνεχίζεται στο παρ. 4)