xromata.com


Madder lake

 

Χρώματα βαφές

Οι βαφές της πρώιμης αρχαϊκής εποχής

 

Βασισμένοι στην σειρά ‘Pigments through the ages’ του ιστότοπου ‘WebExhibits’, σε προηγούμενα άρθρα, αναφερθήκαμε στα χρώματα βαφές που χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος κατά την προϊστορική περίοδο, τα οποία είναι εν χρήσει ακόμα και σήμερα.

Αυτά ήταν 6 τα εξής:

Carbon black, (μαύρο του άνθρακα, του κάρβουνου)

Bone black (μαύρο, κατάλοιπο από καμένα κόκκαλα)

Umber (καστανή γη)

Red ochre (κόκκινη ώχρα)

Yellow ochre (κίτρινη ώχρα)

Lime white (λευκός ασβέστης)

Στην συνέχεια, βαίνοντας προς την αρχαϊκή περίοδο, στην αρχαιότητα, πέρα από τα 6 προϊστορικά χρώματα, προστέθηκαν και άλλα χρώματα βαφές στον χρωστήρα του ανθρώπου, συνολικά άλλα 13 χρώματα, εκ των οποίων τα 8 κατά την πρώιμη αρχαϊκή εποχή.

Τα 8 αυτά χρώματα, της πρώιμης αρχαιότητας, κατά την διεθνή αγγλική τους ονομασία, είναι τα εξής:

Madder lake

Carmine lake

Realgar

Malachite

Orpiment

Egyptian blue

Indigo

Azurite

 

Θα αναφερθούμε τώρα στo madder lake:

 

Madder lake (λάκα ρουβίας)

 

 


Σύντομη περιγραφή του ‘madder lake’:

Είναι μια λάκα (από το lake = λίμνη, που εννοείται ως πολτός, παχύρευστη υγρή βαφή) που προέρχεται από το εκχύλισμα της ρίζας του φυτού madder (rubia tintorum = ρουβία η βαφική, ή άλλως ερυθρόδανο, ή ριζάρι)), του οποίο η κύρια χρωστική ουσία είναι η αλιζαρίνη συν πουρπιρίνη η οποία όμως εξασθενίζει.

 

 

Είναι μία από τις πιο σταθερές φυσικές χρωστικές ουσίες. Ήταν σε χρήση από τους αρχαίους Αιγυπτίους για το χρωματισμό κλωστοϋ- φαντουργικών προϊόντων και χρησιμοποιείται συνεχώς μέχρι σήμερα.

 

 

Η ρουβία η βαφική μέχρι τον 13ο αιώνα, καλλιεργείτο σε αρκετά μεγάλη κλίμακα στην Ευρώπη, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για τη χρήση του χρώματος αυτού στην μεσαιωνική ή αναγεννησιακή ζωγραφική.

Η βαφή Madder lake χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα τον 18ο και 19ο αιώνα, αν και ποτέ τόσο εκτεταμένα όσο οι λάκες που παράγονταν από τα έντομα kermes, cochineal.

Το Madder lake χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν σε μεγάλες ποσότητες για βαφή υφασμάτων και ήταν το χρώμα των γαλλικών στρατιωτικών ρούχων.

 

 

Η καλλιέργεια της ρίζας του madder (ριζάρι) έπαψε, περιορίστηκε μετά από την ανακάλυψη μιας συνθετικής μεθόδου για την παρασκευή αλιζαρίνης που ανακαλύφθηκε από τους Γερμανούς χημικούς, Graebe και Liebermann, το 1868.

 

 

 

 

Η ιστορία του madder lake:

 

 

Φυσική βαφή:

Οι βαφές που προέρχονται από το εκχύλισμα της ρίζας του φυτού ερυθρόδανου (ρουβία η βαφική) χρησιμοποιήθηκαν από τους αρχαίους Αιγύπτιους, Έλληνες και Ρωμαίους για την βαφή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Η ρουβία καλλιεργήθηκε για την παραγωγή βαφής από την αρχαιότητα, από το 1500 π.Χ. και στην κεντρική Ασία.

 

 

Ύφασμα βαμμένο από εκχύλισμα ριζαριού βρέθηκε στον τάφο του Τουταγχαμών καθώς και στα ερείπια της Πομπηίας και της αρχαίας Κορίνθου.

Λέγεται ότι η ρουβία εισήχθη στην Ευρώπη από τους Σταυροφόρους, όπου καλλιεργήθηκε σε αρκετά μεγάλη κλίμακα έως τον 13ο αιώνα, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για την χρήση της βαφής αυτής  στην μεσαιωνική και αναγεννησιακή ζωγραφική.

Η βαφή madder lake χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα τον 18ο και 19ο αιώνα, αν και ποτέ τόσο εκτεταμένα όσο το ρουμπινί χρώμα που έβγαινε από τα έντομα κοξινέλ (κοχενίλλη).

Κατά τον Μεσαίωνα, ο Καρλομάγνος ενθάρρυνε την καλλιέργεια της ρουβίας της βαφικής, η οποία ευδοκίμησε ιδιαίτερα στα αμμώδη εδάφη των Κάτω Χωρών και έγινε ένας σημαντικός πόρος της τοπικής οικονομίας.*

 

 

[*εξ ίσου σημαντικός πόρος ήταν και για τα Αμπελάκια της Λάρισας, όπου ο συνεταιρισμός των Αμπελακίων κατά τα τέλη του 18ου αώνα, θεωρείται ο πρώτος παγκοσμίως]

Στα μέσα του 18ου αιώνα η περισσότερη καλλιέργεια και παραγωγή βαφής ριζαριού γινόταν στην Ολλανδία, απ’ όπου η Αγγλία προμηθευόταν όλη αυτήν την κόκκινη βαφή που χρειαζόταν για την κλωστοϋφαντουργία της, σε ένα κόστος τριακοσίων χιλιάδων λιρών ετησίως.

Το 1804, ο Άγγλος κατασκευαστής βαφών George Field ανέπτυξε μια τεχνική για την παραγωγή της madder lake με βάση την στυπτηρία. Η τεχνική αυτή μετέτρεψε το υδατοδιαλυτό εκχύλισμα του ερυθρόδανου σε μια σταθερή αδιάλυτη χρωστική ουσία. Αυτή η προκύπτουσα λάκα έδινε ένα πιο ανθεκτικό χρώμα, με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πιο ευέλικτα στις μείξεις με άλλα χρώματα.

 

 

 

Τεχνητή βαφή (αλιζαρίνη):

Το 1826 οι Γάλλοι χημικοί Colin και Robiquet απομόνωσαν για πρώτη φορά την κυριότερη χρωστική ουσία από το φυτό ερυθρόδανο και δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στο Annales de Chimie XXXIV, "Recherches sur la matière colorante de la garance" (όπου garance η γαλλική ονομασία του ριζαριού) το 1827.

Στη ρίζα του ερυθρόδανου υπάρχουν δύο χρωστικοί παράγοντες. Ο ένας ένα είναι η σταθερή αλιζαρίνη και ο άλλος η ταχέως ξεθωριάζουσα πορπυρίνη

 

 

Ήταν τα συστατικά της αλιζαρίνης που κατασκευάστηκαν συνθετικά από τους γερμανούς χημικούς C. Graebe και C. Lieberman το 1868, κατοχυρωμένα με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στην Αγγλία το ίδιο έτος.

Η τεχνητή σύνθεση της αλιζαρίνης προκάλεσε την ταχεία πτώση και σχεδόν τη συνολική εξαφάνιση της καλλιέργειας της ρουβίας της βαφικής.

Παρόλο που η τεχνητή αλιζαρίνη υπερέχει σε σταθερότητα από την φυσική βαφή λόγω της απουσίας της πορπυρίνης, και οι δύο βαφές madder χρησιμοποιήθηκαν στην ζωγραφική σε λάδι και ακουαρέλες. Μερικοί ζωγράφοι διαμαρτυρήθηκαν ότι η συνθετική ποικιλία έχει χαμηλότερο κορεσμό και είναι λιγότερο λαμπερή από την φυσική. Και οι δύο ποικιλίες είναι μη τοξικές, στεγνώνουν βραδύτερα ως ελαιοχρώματα και οι βαθύτερες αποχρώσεις τους είναι πιο ανθεκτικές στο φως από τις ανοιχτότερες. Και οι δύο είναι συμβατές με όλες τις άλλες χρωστικές ουσίες.

 

 

Γενικά στοιχεία:

Πρόκειται για φυτική βαφή.

Το εκχύλισμα ρουβίας (ερυθρόδανου, ή άλλως ριζαριού) καλείται στα αγγλικά madder lake, στα γερμανικά krapplack, στα γαλλικά laque de garance και στα ιταλικά lacca di robbia, ενώ η συνθετική βαφή ονομάζεται αλιζαρίνη.

 

 

Παράγεται από τις ρίζες του φυτού ρουβία οι οποίες αποκόπτονται, ξηραίνονται, θρυμματίζονται. Βράζονται σε ασθενές οξύ για να αποδομηθούν οι χρωστικές ουσίες, να ζυμωθούν για να υδρολυθούν οι ανθρακινόνες από τις γλυκοσίδες. Το εκχύλισμα μετατρέπεται σε χρωστική ουσία διαλυόμενο σε θερμή στυπτηρία (θειικό κάλιο αλουμινίου · διάλυμα AlK (SO4) 2 · 12 H2O) που ιζηματοποιείται με σόδα ή βόρακα.

Ο χημικός τύπος της είναι C14H8O4, C14H8O5

Δεν θεωρείται τοξική και είναι μια από τις πιο σταθερές χρωστικές βαφής υφασμάτων.

 


is | Topic: βαφές, ιστορία και χρώματα, κόκκινο, χρωστικές | Tags: None

No Comments, Comment or Ping

Reply to “Madder lake”